- Γιουγκοσλαβία
- Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας
Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας
Έκταση: 102.173 τ.χλμ
Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος της νότιας Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα Δ με την Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στα Β με την Ουγγαρία, στα Α με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, στα Ν με την Αλβανία και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία (ΠΓΔΜ), ενώ ΝΔ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Η Γ. του 21ου αι. προέκυψε από τη διάλυση ενός μεγαλύτερου κράτους, με την ίδια ονομασία, που δημιουργήθηκε το 1919 και περιλάμβανε επίσης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 τα –ανεξάρτητα σήμερα και έως τότε ομόσπονδα– κράτη της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της ΠΓΔΜ.. Η σημερινή Γ., που ανασυγκροτήθηκε το 1992 και αποκαλείται μάλιστα και Νέα Γ., σε αντιδιαστολή προς το προηγούμενο καθεστώς, αποτελείται από τα ομόσπονδα κράτη της Δημοκρατίας της Σερβίας (Srbija, 10.002.929 κάτ. το 2002) και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου (Crna Gora, 654.000 κάτ. το 2002), μετά από συνεχείς διαμελισμούς, εμφύλιες συρράξεις και αποσχίσεις. Εκτός από τις δύο δημοκρατίες, στη Γ. (και πιο συγκεκριμένα στη Σερβία) υπάγονται και οι ημιαυτόνομες περιοχές του Κοσσυφοπεδίου (Κosovo i Μetohija, 2.291.000 κάτ.) και της Βοϊβοντίνα (Vojvodina, 1.946.000 κάτ.).Η Σερβία είναι η μεγαλύτερη από τις δημοκρατίες της Γ. Στο έδαφός της έχουν ενσωματωθεί οι ιστορικές περιοχές της Βοϊβοντίνα στον βορρά και του Κοσσυφοπεδίου στον νότο. Το Μαυροβούνιο –Μοντενέγκρο διεθνώς και Τσέρνα Γκόρα στα σερβοκροατικά– πήρε την ονομασία του από την ενετική παραλλαγή της ονομασίας του όρους Λόβτσεν (υψόμ. 1.749 μ.). Οι Μαυροβούνιοι αποτελούν μία από τις σλαβικές ομάδες της Βαλκανικής που διατήρησαν τα εθνικά χαρακτηριστικά τους, λόγω της εγκατάστασής τους ανάμεσα σε τραχιά βουνά, αποκομμένα από τις γύρω περιοχές.
Εκτός από τις περιοχές της Βοϊβοντίνα και του Κοσσυφοπεδίου, η χώρα είναι εθνικά ομοιογενής, με τους Σέρβους να αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού (62,6%). Στη Βοϊβοντίνα, που κατοικείται από διάφορους σλαβικούς και μη πληθυσμούς και με κυρίαρχο το ουγγρικό στοιχείο (3,3% στον συνολικό πληθυσμό της Γ.), οι Σέρβοι αποτελούν πάλι την πλειονότητα. Στη Βοϊβοντίνα υπήρχε μειονότητα Γερμανών, που εκδιώχθηκε όμως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο Κοσσυφοπέδιο οι Αλβανοί αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ιδίως μετά την εκδίωξη του μεγαλύτερου μέρους των Σέρβων κατοίκων το 1999. Οι Μαυροβούνιοι αποτελούν το 5% του συνολικού πληθυσμού, ενώ υπάρχουν και άλλα εθνικά φύλα σε ποσοστό 12,6%.
Η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η σερβική την οποία ομιλεί το 95% του πληθυσμού, ενώ ένα 5% ομιλεί την αλβανική.Πολίτευμα της χώρας είναι η προεδρική δημοκρατία, ενώ η χώρα ακολουθεί το ομοσπονδιακό διοικητικό σύστημα. Κάθε δημοκρατία έχει δική της βουλή, πρόεδρο και κυβέρνηση. Τα θεσμικά αυτά όργανα ασκούν όλες τις εξουσίες που δεν υπάγονται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σε κεντρικό επίπεδο, λειτουργούν η ομοσπονδιακή βουλή, ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής δημοκρατίας και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η ομοσπονδιακή βουλή είναι χωρισμένη σε δύο σώματα: στη βουλή (συμβούλιο) των πολιτών με 138 μέλη που εκλέγονται με μυστική καθολική ψηφοφορία και στο ομοσπονδιακό συμβούλιο που αποτελείται από 40 μέλη, 20 από κάθε δημοκρατία. Ο ομοσπονδιακός πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από τον λαό με καθολική ψηφοφορία. Το 2001 άρχισαν διεργασίες για τον αναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου, με προοπτική τη θεσμική διεύρυνση της αυτονομίας του δεύτερου, μέχρι και το ενδεχόμενο της πλήρους ανεξαρτητοποίησης. Σημειώνεται ότι στην αυτόνομη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, από το 1999 έχουν αναπτυχθεί οι δυνάμεις των κυανόκρανων του ΟΗΕ.Στη Γ. υπάρχουν συνολικά 22 κόμματα. Τα κυριότερα είναι το Κόμμα των Σοσιαλιστών του Μαυροβουνίου, το Δημοκρατικό Κόμμα Σερβίας και το Σερβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αρχηγός το κράτους είναι από το 2000 ο Βόισλαβ Κοστούνιτσα (Vojislav Κostunica), ενώ πρωθυπουργός διατελεί από τον Ιούλιο του 2001 ο Ντράγκισα Πέσιτς (Dragisa Pesic).Η δικαστική εξουσία διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: κεντρική (ομοσπονδιακή) και δικαιοσύνη των δημοκρατιών. Σύμφωνα με το σύνταγμα, στη χώρα λειτουργεί συνταγματικό δικαστήριο που αποτελείται από επτά δικαστές. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο λειτουργεί το ανώτατο δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκουν ορισμένες σοβαρές αποφάσεις που λαμβάνονται στα δικαστήρια των δημοκρατιών. Αποτελείται από έντεκα δικαστές, οι οποίοι εκλέγονται από την ομοσπονδιακή βουλή.Οι περισσότεροι κάτοικοι της Γ. είναι χριστιανοί ορθόδοξοι (65%). Υπάρχουν επίσης μουσουλμάνοι (19%), καθολικοί (4%), προτεστάντες και Εβραίοι. Η σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επικεφαλής τον πατριάρχη της Σερβίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου που δημιουργήθηκε το 1993 δεν αναγνωρίζεται ούτε από τον πατριάρχη της Σερβίας ούτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι μουσουλμάνοι είναι κυρίως Αλβανοί που ζουν στο ΚοσσυφοπέδιοΗ παιδεία είναι υποχρεωτική μεταξύ 7-15 ετών. Μετά την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο μαθητής μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους μέσης εκπαίδευσης (γενική, τεχνική κλπ.). Υπάρχουν αρκετά πανεπιστήμια στη χώρα (Βελιγράδι, Νις κ.ά.) στα οποία μπορεί κανείς να συνεχίσει τις σπουδές του.Ο στρατός της Γ. διαθέτει 105.500 άτομα. Η θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 12-15 μήνες. Ο στρατός ξηράς διαθέτει 79.000 άτομα, το ναυτικό 7.500 και η αεροπορία 19.500. Η χώρα διαθέτει πολεμική βιομηχανία.Η νομοθεσία προβλέπει ιατρική περίθαλψη και κοινωνική πρόνοια για τους εργαζομένους. Γι’ αυτό υπάρχει υποχρεωτική και καλά οργανωμένη ασφάλεια για την ασθένεια, τα εργατικά ατυχήματα, το γήρας κλπ.Γεωλογικά, το γιουγκοσλαβικό έδαφος διαμορφώθηκε οριστικά κατά το τριτογενές και το τεταρτογενές, εποχές στις οποίες η προϋπάρχουσα εδαφική μορφή, με αρχαία παλαιοζωικά ανάγλυφα που είχαν μείνει για μεγάλο διάστημα βυθισμένα κάτω από τη θάλασσα, άλλαξε ριζικά. Στην αρχή του τριτογενούς, ισχυρές ωθήσεις στα εφαπτόμενα σημεία προκάλεσαν διπλή συρρίκνωση με πτυχώσεις που επέδρασαν στη δυτική λωρίδα. Ως αποτέλεσμα είχαν την ανύψωση των δαλματικών αναγλύφων, τη γένεση του καρπαθικού τόξου και την ταυτόχρονη ανανέωση, στα νότια, των παλαιοζωικών εδαφών που είχαν ήδη γίνει επίπεδα από την ατμοσφαιρική διάβρωση, με την εμφάνιση εκτεταμένων μαγματικών παρεισφρήσεων. Με αυτό τον τρόπο, στον βορρά έμεινε μια εκτεταμένη βαθυπεδική ζώνη (η Πανονία, που αντιστοιχεί στον πυρήνα του πιο αρχαίου ερκυνικού γεωλογικού ορίζοντα), η οποία επειδή βρισκόταν υπό την επίδραση της βαθμιαίας κατάκλυσης από τη θάλασσα κατά το πλειόκαινο, κατά το τεταρτογενές γέμισε από τις προσχωματικές εναποθέσεις. Στα υψίπεδα τα υδάτινα ρεύματα προκάλεσαν εκτεταμένα καρστικά φαινόμενα. Γενικά, το γεωλογικό περίγραμμα της Γιουγκοσλαβίας εμφανίζεται σήμερα να αποτελείται από μια λωρίδα μεσοζωικών εδαφών που έχουν συρρικνωθεί σε παράλληλες πτυχώσεις και από καινοζωικές παρυφές πιο εκτεταμένες στα βορειοανατολικά.Με εξαίρεση την επαρχία της Βοϊβοντίνα στον βορρά, η Σερβία είναι σε όλη της την έκταση μία ορεινή χώρα. Ο κεντρικός πυρήνας της αποτελείται από τη λοφώδη περιοχή της Σουμαντίγια (Σουμαδιά), που αρχίζει Ν του Βελιγραδίου. Το ύψος των λόφων αυξάνει προοδευτικά, από Β προς Ν, και τα υψηλότερα τμήματα καλύπτονται από πυκνά δάση (σουμ στα σερβοκροατικά), από την οποία πήρε την ονομασία της η περιοχή.
Το ανάγλυφο του εδάφους της Σερβίας αποτελείται από πολλούς μεμονωμένους ορεινούς όγκους, όπως οι Κοπάονικ, Γκόλιγια και Πόβλεν, που συγκαταλέγονται στις Δειναρικές Άλπεις. Ο βορειότερος μεμονωμένος ορεινός όγκος, το σύμπλεγμα Φρούσκα Γκόρα (539 μ.), βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Σάβο και Δούναβη. Τα όρη του νοτιοδυτικού άκρου της χώρας αποτελούν επέκταση των Αλβανικών Άλπεων. Εκεί βρίσκεται και η ψηλότερη κορυφή της Σερβίας, η Νταράβιτσα (2.656 μ.).
Το έδαφος του Μαυροβουνίου αποτελείται από δύο ιστορικές περιοχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, τόσο από μορφολογική όσο και από οικονομική άποψη. Στα ανατολικά τα εδάφη είναι πιο ορεινά και δασώδη με πλούσια λιβάδια. Η καρστική ζώνη του Μαυροβουνίου αποτελείται από μία σειρά ανάγλυφα, παράλληλα προς τις ακτές και πάνω από αυτές, τα οποία αποτελούν τις παρυφές αυτού που οι γεωλόγοι ονόμασαν δειναρικό καρστικό σύστημα. Τα καρστικά φαινόμενα παρουσιάζουν μεγάλη συχνότητα κατά μήκος μιας μεγάλης λωρίδας των Δειναρικών Άλπεων, που υποχωρεί παράλληλα προς τις οροσειρές της Αδριατικής. Αποτελείται από διαβρωμένα καρστικά ασβεστολιθικά επίπεδα που η επιφάνειά τους μοιάζει με απολιθωμένο σπόγγο και έχει μεγάλη διηθητικότητα. Το βρόχινο νερό, τα λιωμένα χιόνια και τα νερά της επιφάνειας που απορροφούν, συλλέγονται μέσα από τις ρωγμές σε υπόγειες δεξαμενές και από αυτές διοχετεύονται σε υπόγειους ποταμούς, ο ρους των οποίων σε ορισμένα σημεία έρχεται στην επιφάνεια. Οι καρστικοί σχηματισμοί εμφανίζονται ευδιάκριτα και έντονα στην περιοχή Καρς της Σλοβενίας, όπου μελετήθηκαν για πρώτη φορά και από όπου πήραν και την ονομασία τους. Στο Μαυροβούνιο, μία καθαρά διαγραφόμενη βαθμίδα, μεταξύ 700 και 1.000 μ., χωρίζει την καρστική ζώνη από την ορεινή ζώνη της Σινγιαγεβίνα. Στα βορειοανατολικά όρια της ορεινής ζώνης βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή της χώρας, το όρος Ντούρμιτορ (2.522 μ.). Στα Ν της ορεινής ζώνης, στις παρυφές των Αλβανικών Άλπεων υψώνονται δύσβατα και δασώδη ανάγλυφα. Και από τις δύο πλευρές τα υψίπεδα είναι πλούσια σε καρστικές μορφές –όπως δολίνες, ουβάλες, πόλγες– οι οποίες είναι εμφανέστερες από την πλευρά του Μαυροβουνίου. Τα ασβεστολιθικά επιφανειακά στρώματα, απογυμνωμένα από τη σφοδρότητα των βροχοπτώσεων και των χιονοπτώσεων, παρουσιάζουν ένα έρημο, σκυθρωπό τοπίο.
Στο νοτιοδυτικό άκρο της χώρας, στα σύνορα με την Αλβανία και ανάμεσα στα όρη Σάρα (Σκάρδο) και Κοπάονικ, βρίσκεται η περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, που αποτελεί την πιο τραχιά ορεινή περιοχή ολόκληρης της Βαλκανικής χερσονήσου, με υψόμετρο που κυμαίνεται από 500 έως 700 μ. Ανώμαλα και τραχιά είναι επίσης τα εδάφη της ανατολικής και νοτιοανατολικής Σερβίας, όπου αρχίζουν οι Τρανσυλβανικές Άλπεις και ένα μέρος των Βαλκανικών Άλπεων. Οι τελευταίες –ο Αίμος των αρχαίων– φθάνουν σε υψόμετρο τα 1.800 μ.Το κλίμα είναι εύκρατο ηπειρωτικό σχεδόν σε όλη τη Σερβία, τη Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο. Οι θερμοκρασίες είναι σχετικά ήπιες, με ζεστά και παρατεταμένα καλοκαίρια, στα οποία δεν απουσιάζουν πάντως και οι καταιγίδες, και ψυχρούς χειμώνες. Κατά κανόνα, οι εποχικές διακυμάνσεις των θερμοκρασιών είναι μέτρια υψηλές, με μέση θερμοκρασία τον Ιανουάριο τους 0οC και τον Ιούλιο τους 22οC. Δεν είναι σπάνια όμως και η εμφάνιση ακραίων κλιματικών συνθηκών με πολύ θερμά καλοκαίρια όταν το θερμόμετρο ξεπερνά τους 38οC και χειμώνες κατά τους οποίους η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους –18οC. Επειδή οι βορειοανατολικές πεδιάδες είναι απροστάτευτες απέναντι στα έντονα καιρικά φαινόμενα που εισβάλλουν από την κεντρική Ευρώπη, το κλίμα εκεί γίνεται τυπικά ηπειρωτικό. Στις περιοχές αυτές κατά τη διάρκεια του χειμώνα επικρατεί ο κόσαβα, ένας σφοδρός άνεμος που συμπίπτει με τη δράση ενός αντικυκλώνα, εντοπισμένου στη ρωσική πεδιάδα και με ένα βαρομετρικό χαμηλό προς τα ΝΔ και τα Δ. Οι βροχοπτώσεις είναι σταθερές σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς και στα ορεινά χιονίζει συχνά. Ο μέσος ετήσιος δείκτης των βροχοπτώσεων είναι 610 χιλιοστά, αλλά οι τιμές είναι μεγαλύτερες στα ορεινά, όπου μπορεί να φτάσουν και τα 2.000 χιλιοστά ετησίως, και αισθητά μικρότερες στο Πανονικό βαθύπεδο και κατά μήκος της κοιλάδας του Σάβου (500-750 χιλιοστά τον χρόνο).
Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στο κλίμα του Μαυροβουνίου. Στα πιο ψηλά ανάγλυφα, εμφανίζει έκδηλα χαρακτηριστικά ηπειρωτικότητας και μάλιστα αλπικά. Οι βροχοπτώσεις είναι άφθονες σε όλη την ορεινή ζώνη, αλλά στα ψηλότερα εδάφη κυριαρχούν οι χιονοπτώσεις. Ωστόσο, παρά τις πολλές βροχές, το καλοκαίρι επικρατεί ξηρασία, λόγω της μεγάλης διηθητικότητας των καρστικών εδαφών. Οι ακτές είναι εκτεθειμένες σε θύελλες, που δημιουργούν ο βορειοανατολικός άνεμος μπόρα και ο νοτιοανατολικός σιρόκος. Στην παραθαλάσσια ζώνη βρέχει περισσότερο το φθινόπωρο και τον χειμώνα, ενώ στην περιφέρεια των στομίων του Κότορ, που είναι από τις πιο υγρές των Βαλκανίων, η ετήσια ποσότητα βροχοπτώσεων κυμαίνεται μεταξύ 1.600 και 2.400 χιλιοστών και κάποτε μπορεί να φθάσει τα 4.600 χιλιοστά. Πολλές βροχές πέφτουν επίσης στην περιοχή της λίμνης Σκόδρα. Η μέση θερμοκρασία του νοτιοδυτικού άκρου του Μαυροβουνίου, στην περιφέρεια της πόλης Κοτίνγε, είναι τον Ιανουάριο -1,4οC και τον Ιούλιο 27οC.Στη χώρα επικρατούν τα δάση με οξιές, βελανιδιές και καρπίνους. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα υπάρχουν δάση κωνοφόρων και κέδρων. Στα βουνά της Σερβίας και του Μαυροβουνίου ζουν ελάφια, αγριόχοιροι, λύκοι, αλεπούδες, λίγκες και αγριόγατες, ενώ σε μεγαλύτερα υψόμετρα ζουν αγριοκάτσικα.Μεταξύ του κάτω ρου του Σάβου και της γραμμής Δράβου-Δούναβη εκτείνεται η πεδιάδα του Σιρμίου –η παλαιά γιουγκοσλαβική Μεσοποταμία– που συνεχίζεται χωρίς εμπόδια πλέον στο Πανονικό βαθύπεδο. Η Σερβία κατέχει ένα εκτεταμένο μέρος της Πανονίας και την ιστορική περιοχή της Βοϊβοντίνα, που διαθέτει τα πιο γόνιμα εδάφη της χώρας. Στη Σερβία συρρέουν οι ζωτικές αρτηρίες μεγάλων ποταμών των Βαλκανίων, με μεγαλύτερο τον Δούναβη, στον οποίο εκβάλλουν οι περισσότεροι από τους ποταμούς αυτούς. Ο Δούναβης εκτελεί πολύπλευρο ρόλο ως ποτάμια αρτηρία, πηγή ενέργειας, άρδευσης, ύδρευσης και αλιείας. Οι μεγαλύτεροι παραπόταμοι του Δούναβη μέσα στο έδαφος της Σερβίας είναι ο Σάβος, ο Τάμις, ο Τίσα, ο Μοράβας και ο Τιμόκ· ο τελευταίος, βρίσκεται επάνω στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Όλοι αυτοί έχουν τους δικούς τους παραποτάμους, όπως ο Σάβος, που με τους παραποτάμους του Ίβα, Τόπλικα, Νισάβα και άλλους συνδέεται με τις παρυφές των Άλπεων και τις δειναρικές περιοχές. Ο Μοράβας σχηματίζεται από τη συμβολή του νότιου (Γιούζνα) και του δυτικού (Ζάπαντνα) Μοράβα και ρέει κυρίως προς τον βορρά επί 221 χλμ., εκβάλλοντας στον Δούναβη κοντά στο Σμεντέροβο. Ο Μοράβας, μαζί με τον Βαρδάρη της ΠΓΔΜ (Αξιός) στον νότο, αποτελούν τον φυσικό άξονα της κεντρικής Βαλκανικής. Από το Κοσσυφοπέδιο, τέλος, πηγάζουν οι ποταμοί Λευκός Δρίνος, Ιμπάρ και Αξιός.
Η πεδιάδα του Δούναβη προσδιορίζεται από τους γεωλόγους ως η κοιλότητα μεταξύ των Άλπεων στα Δ και των Τρανσυλβανικών ορέων στα Α, η οποία κατά τη διάρκεια της τριτογενούς περιόδου είχε πλημμυρίσει από νερά. Τα νερά αυτά διοχετεύτηκαν αργότερα στη Μαύρη θάλασσα από τον Δούναβη, ο οποίος έσπασε τον ορεινό κύκλο που τον περιέβαλε, ανοίγοντας δίοδο η οποία σχημάτισε τις Σιδηρές Πύλες, το πιο γνωστό από τα τέσσερα μεγάλα φαράγγια μέσα από τα οποία διέρχεται. Μεγάλα εργοστάσια υδροηλεκτρικής ενέργειας έχουν κατασκευαστεί στον Δούναβη, στον Σάβο και σε άλλους ποταμούς. Η πεδιάδα του Δούναβη εκτείνεται πέρα από τα σύνορα με την Ουγγαρία στον βορρά, καταλαμβάνει τμήμα της βόρειας και κεντρικής Σερβίας, και διακόπτεται από τα υψίπεδα της βόρειας Βοσνίας, το όρος Κοπάονικ και το οροπέδιο του Κοσσυφοπεδίου στον νότο.
Στο Μαυροβούνιο, τα ορεινά συμπλέγματα διακόπτονται από τα συστήματα αποστράγγισης των ποταμών, που χαράσσουν βαθιά φαράγγια. Το έδαφος γίνεται λιγότερο ορεινό στον νότο, όπου καταλαμβάνεται από την κοιλάδα του Μόρατσα. Οι τρεις κυριότεροι ποταμοί, ο Πίβα, ο Τάρα και ο Λιμ, ρέουν με βόρεια κατεύθυνση, προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου ενώνονται με τον Δρίνο. Δύο άλλοι ποταμοί, ο Μόρατσα και ο Ζέτα, ρέουν προς τον νότο και εκβάλλουν στη λίμνη Σκούταρι (Σκόδρα). Η λίμνη αυτή (370 τ. χλμ.), είναι από τις μεγαλύτερες στη Βαλκανική χερσόνησο και έχει ανεπτυγμένη ιχθυοτροφία. Έχει καταλάβει προϋπάρχουσα τευτονική κοιλότητα, όπως έχει τροποποιηθεί από τα καρστικά φαινόμενα. Μεγάλο τμήμα της καρστικής περιοχής εντάσσεται στη λεκάνη του Δούναβη. Μέσω του Δρίνου και των πολυάριθμων παραποτάμων του, τα νερά του Μαυροβουνίου εκβάλλουν στον Δούναβη. Μόνο το νότιο τμήμα της χώρας στέλνει τα νερά του στην Αδριατική.Οι Σέρβοι κάτοικοι της χώρας (που αποτελούν και την πλειοψηφία) εμφανίστηκαν τον 6ο αι. μ.Χ. στη χερσόνησο του Αίμου. Ο εκχριστιανισμός τους οφείλεται στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Η πλειονότητα του πληθυσμού της Γ. είναι Σέρβοι, υπάρχουν όμως σημαντικές μειονότητες Αλβανών (κυρίως στο Κοσσυφοπέδιο), Ούγγρων (ιδίως στη Βοϊβοντίνα), Κροατών, τσιγγάνων κ.ά.Από τα στοιχεία που υπάρχουν, το 1950 ο πληθυσμός των δημοκρατιών που αποτελούν σήμερα τη Γ., και των αυτόνομων περιοχών ήταν περίπου 7.000.000 κάτ. Μετά τη διάλυση της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας έφτασε τα 10.480.000 κατ. (1993). Το 2002 οι κάτοικοι της ομοσπονδίας ήταν 10.656.929, με ένα περιθώριο σφάλματος λόγω της πολιτικής κατάστασης στη χώρα. Η μέση πυκνότητα ανέρχεται σε 110 κατ. ανά τ. χλμ., με ετήσια μείωση του πληθυσμού της τάξεως του 0,27%. Το μέσο προσδόκιμο ζωής είναι 70,5 χρόνια για τους άνδρες και 76,6 για τις γυναίκες.Ο πληθυσμός της χώρας, που βρίσκεται συγκεντρωμένος στις μεγάλες πόλεις, υπολογίζεται σε 47%. Σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας (οι πληθυσμοί με στοιχεία του 2002, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα), εκτός από την πρωτεύουσα Βελιγράδι (Βeograd, 1.280.600 κάτ.), είναι η Νόβι Σαντ (Νovi Sad, 190.600 κάτ.) και η Νις (Νis, 173.400 κάτ.).Στη δεκαετία του 1990, η οικονομία της Νέας Γ., λόγω του οικονομικού αποκλεισμού που επέβαλε ο ΟΗΕ (1992), οδηγήθηκε σχεδόν στην κατάρρευση για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν η οικονομία της χώρας είχε υποστεί παρόμοια δεινά.
Ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε τεράστια ύψη, οι επενδύσεις είχαν σταματήσει και το δηνάριο είχε στην πράξη αντικατασταθεί από το μάρκο, το οποίο χρησιμοποιούσαν όλοι στις συναλλαγές τους (1992-96). Τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, που είχαν ξεκινήσει το 1990, όπως και αυτό των τραπεζικών μεταρρυθμίσεων, σταμάτησαν το 1992.
Το κλίμα άλλαξε κάπως μετά τη συμφωνία Ντέιτον και την άρση, στη συνέχεια, του οικονομικού αποκλεισμού. Οι επιπτώσεις όμως από την κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε αυτή την περίοδο, εκτιμάται πως θα εξακολουθούν να είναι εμφανείς για μεγάλο διάστημα. Η άνοδος του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) υπολογίστηκε περίπου στο 15% το 2000, γεγονός ενθαρρυντικό σε σχέση με την πτώση 20% που είχε παρουσιάσει ο ίδιος δείκτης το 1999. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ ανήλθε στα 24.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2001, με κατά κεφαλήν εισόδημα 2.300 δολάρια. Η ανεργία το ίδιο έτος άγγιξε το 30% του εργατικού δυναμικού πληθυσμού. Η απομάκρυνση του Μιλόσεβιτς από την εξουσία επιτάχυνε τη σύνδεση της Γ. με την Παγκόσμια Τράπεζα και τη σύναψη δανείων (Ιούνιος 2001) και οικονομικών βοηθειών (Νοέμβριος 2001), για την απαλοιφή του σοβαρού εξωτερικού χρέους της χώρας.
Η Γ. διαθέτει ορυκτό πλούτο, είναι αυτάρκης σε ηλεκτρική ενέργεια και το ανθρώπινο δυναμικό της είναι σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευμένο, μολονότι η οικονομική ανάκαμψη προβλέπεται ιδιαίτερα επίπονη.Μόνο το 4% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με την αγροτική οικονομία σε αντίθεση με το αντίστοιχο 20% του 1991. Τα γεωργικά προϊόντα που παράγονται είναι φρούτα και λαχανικά, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, πατάτες, ζαχαρότευτλα κ.ά.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Βοϊβοντίνα απασχολείται σε γεωργικές εργασίες και οι καλλιέργειες αφορούν κυρίως τα δημητριακά, τα ζαχαρότευτλα και τον καπνό. Στις βόρειες πεδιάδες, στις κοιλάδες του Σάβου και του Μοράβα και στα νοτιοδυτικά το καλαμπόκι είναι η πιο διαδεδομένη καλλιέργεια. Το σιτάρι παράγεται σε μικρότερες ποσότητες όπως και το κριθάρι, η βρώμη και οι πατάτες. Η οπωροκαλλιέργεια είναι εξαιρετικά διαδεδομένη. Ιδιαίτερα φημισμένα είναι τα δαμάσκηνα των κοιλάδων του Σάβου και του Μοράβα. Σε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούνται ηλιοτρόπια, ενώ στις βόρειες κυρίως πεδιάδες διάφορα άλλα φυτά παραγωγής σπορέλαιου, όπως η ελαιοκράμβη, η σόγια, το σουσάμι κ.ά.
Τα δάση της Γ. είναι άφθονα και η παραγωγή ξυλείας φτάνει τα 2,2 εκατ. κ.μ.Στο δυναμικό της κτηνοτροφίας της χώρας περιλαμβάνονται περίπου 1,8 εκατ. αγελάδες, 4,3 εκατ. χοίροι, 2,7 εκατ. πρόβατα και 22 εκατ. κοτόπουλα. Η παραγωγή βοδινού κρέατος, όπως και των γαλακτοκομικών προϊόντων, είναι σημαντική.
Η αλιεία δεν αποτελεί σημαντικό οικονομικό παράγοντα αλλά αξιοποιείται από τους κατοίκους των παράκτιων περιοχών. Η ετήσια παραγωγή κυμαίνεται σε 2.000 τόνους αλιευμάτων.Από τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην τουρκική κατάκτηση. Οι περιοχές που περιλαμβάνονται σήμερα τόσο στη Γ. όσο και στα γειτονικά της κράτη (Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία κλπ.) κατακτήθηκαν το 1000 π.Χ. από τους Ιλλυριούς που υπέταξαν τους εκεί εγκατεστημένους Θράκες, και τον 4ο αι. π.Χ. από Έλληνες αποίκους που εγκαταστάθηκαν στις ακτές. Έπειτα από τις συνεχείς επιδρομές των Ιλλυριών πειρατών, οι Ρωμαίοι έκαναν δύο εκστρατείες (229-228 και 219 π.Χ.), που οδήγησαν στη δημιουργία μιας επαρχίας η οποία περιλάμβανε την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, μεγάλο μέρος της Βοσνίας και της Κροατίας, τη Δαλματία και το δυτικό τμήμα της Σερβίας. Με την πλήρη υποταγή των φυλών του εσωτερικού, που πραγματοποιήθηκε από τον Αύγουστο (εκστρατεία του Τιβέριου το 9 μ.Χ.), η περιοχή περιήλθε στην εξουσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Η κάθοδος σλαβικών λαών στη βαλκανική χερσόνησο, που άρχισε τον 3ο αι. μ.Χ., συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 4ου και 5ου αι., μέχρι την οριστική εγκατάστασή τους στη χώρα που από τότε επονομάστηκε Σκλαβηνία ή Σκλαβωνία. Το 395, με τον θάνατο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδοσίου, η αυτοκρατορία διαιρέθηκε και ο Διοκλητιανός χώρισε τα εδάφη αυτά σε δύο τμήματα. Το τμήμα στα βόρεια του Δρίνου, μαζί με τη Δαλματία, αποδόθηκε στο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος και το νότιο στο Ανατολικό (Βυζάντιο). Έως τον 9ο αι. δεν μπορούμε να μιλήσουμε για σλαβικό κράτος· τότε όμως, εξαιτίας του πολέμου ανάμεσα στο Βυζάντιο και στους Βούλγαρους, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας έδωσε στον Κροάτη κνεζ (ηγεμόνα) Τομισλάβο, τον τίτλο του αυτοκρατορικού ανθυπάτου, σε ανταμοιβή για τη στρατιωτική συμμαχία του εναντίον των Βουλγάρων. Ο Τομισλάβος ανακηρύχθηκε το 925 βασιλιάς της Κροατίας, πρώτος βασιλικός τίτλος στην ιστορία των Σλάβων του νότου, που αναγνωρίστηκε αμέσως από τον πάπα Ιωάννη Ι’. Στις αρχές του 11ου αι., η Βενετία κατέλαβε τη Δαλματική ακτή και ο δόγης Πιέτρο Ορσεόλο πήρε τον τίτλο του δόγη της Δαλματίας. Το 1102, έπειτα από συγκρούσεις μεταξύ των αρχηγών των κροατικών φυλών και του βασιλιά της Ουγγαρίας Κάλμαν, ο τελευταίος αναγνωρίστηκε νόμιμος βασιλιάς της Κροατίας και της Δαλματίας. Η Σλοβενία, μετά το 1278 προσαρτήθηκε στα αυστριακά κράτη και έγινε κληρονομικό και αναπόσπαστο τμήμα των εδαφών που ανήκαν στους Αψβούργους. Η Βοσνία, ήδη από το 1102 ανεξάρτητο βανάτο (φόρου υποτελές, από το 1120, στον βασιλιά της Ουγγαρίας), έγινε στα τέλη του 14ου αι. τμήμα ενός ανεξάρτητου βασιλείου, που υπό τον Τβέρτκο Α’ περιλάμβανε το διαλυμένο σερβικό βασίλειο και την Ερζεγοβίνη. Από τους Σλάβους του νότου, ο λαός που αναδείχθηκε ήταν οι Σέρβοι, οι οποίοι εμφανίστηκαν το δεύτερο μισό του 12ου αι., με τον Στέφανο Νεμάνια (1170-96). Ο γιος του, επίσης Στέφανος, που ονομάστηκε μάλιστα πρώτος εστεμμένος, έλαβε από τον πάπα Ονόριο Γ’ τον τίτλο του βασιλιά της Σερβίας. Ο αδελφός του, επίσκοπος Σάββας, ίδρυσε την αυτοκέφαλη Σερβική Εκκλησία, που ακολούθησε όμως το βυζαντινό πατριαρχείο έπειτα από το σχίσμα του Μιχαήλ Κηρουλαρίου.
Με τον μεγάλο βασιλιά Στέφανο Δουσάν (1331-55), που στέφθηκε αυτοκράτορας το 1346, φάνηκε πως η Σερβία θα γινόταν η ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια, γιατί το βασίλειό του είχε κατακτήσει, εκτός από τη σημερινή Σερβία, την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Το 1354, όμως, έπειτα από την πτώση της Καλλίπολης, άρχισε η κατάληψη της βαλκανικής Ευρώπης από τους Τούρκους. Το πρώτο κράτος που βρέθηκε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό ήταν η Σερβία (μάχη του Κοσσυφοπεδίου, 1389), την οποία ακολούθησαν η Ερζεγοβίνη (1465), η Βοσνία (1482), η Κροατία (1493) και, τέλος, το Μαυροβούνιο (1499). Το 1526, μετά την ήττα της Ουγγαρίας στο Μόχατς, οι Κροάτες προτίμησαν να γίνουν υπήκοοι των Αψβούργων της Αυστρίας. Από όλη τη Βαλκανική χερσόνησο μόνο η Ραγούζα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) μετά την απελευθέρωσή της από τη βενετσιάνικη κυριαρχία (1358), κατόρθωσε να διατηρήσει σχετική ανεξαρτησία, πληρώνοντας ετήσιο φόρο στον σουλτάνο. Η κατάσταση αυτή της υποδούλωσης διήρκεσε έως το 1683, χρονολογία της πολιορκίας της Βιέννης και αρχή της παρακμής της οθωμανικής δύναμης στην Ευρώπη.
Το 1699, έπειτα από τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, ο σουλτάνος παραχώρησε στην Αυστρία ολόκληρη την Τρανσυλβανία και την Ουγγαρία και στη Βενετία την Πελοπόννησο, ενώ με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) οι Αψβούργοι εξασφάλισαν την κατοχή του Βανάτου, της βόρειας Σερβίας και της δυτικής Βλαχίας, την οποία έχασαν είκοσι χρόνια αργότερα (1739). Το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα η Ρωσία, με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) εξασφάλισε το δικαίωμα να προστατεύει όλους τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και δημιούργησε ένα πανίσχυρο δίκτυο ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της Υψηλής Πύλης.
Η αφύπνιση του εθνικισμού. Στις αρχές του 19ου αι., με την αφύπνιση των εθνικιστικών κινημάτων, η Σερβία επαναστάτησε με αρχηγό τον Γεώργιο Πέτροβιτς που έμεινε γνωστός με το όνομα Καραγιώργης αλλά εγκαταλείφθηκε από τη Ρωσία –που είχε υπογράψει ειρήνη με τον σουλτάνο (1812)– και ξαναβρέθηκε υπό τον οθωμανικό ζυγό. Έπειτα από πολλές περιπέτειες, που ακολούθησαν τη νίκη του Κατσάκ και τη ρωσική επέμβαση στην Κωνσταντινούπολη, η Σερβία απέκτησε την αυτονομία της το 1830 υπό την υψηλή κυριαρχία της Πύλης. Ο Μίλος Ομπρένοβιτς, αρχηγός του σερβικού στρατού, αναγνωρίστηκε ηγεμόνας (κνεζ) της Σερβίας, με κληρονομικά δικαιώματα. Βασίλεψε έως τις 12 Ιουνίου 1839, οπότε υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Την εξουσία ανέλαβε ο γιος του Μιλάν, τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον αιφνίδιο θάνατό του ο αδελφός του Μιχαήλ, που παρέμεινε στον θρόνο έως το 1842. Την ίδια χρονιά η εξουσία πέρασε στα χέρια του Αλεξάνδρου Καραγεόργεβιτς. Το διάστημα της ηγεμονίας του (1842-58) ήταν η περίοδος σταθεροποίησης του σερβικού κράτους. Στην εξωτερική πολιτική ο υπουργός Ηλίας Γκαρασάνιν άσκησε μία πολιτική εδαφικού επεκτατισμού και στο συνέδριο του Παρισιού το 1856 εξασφάλισε την κατάργηση της ρωσικής προστασίας. Το 1858, η παραίτηση του Αλεξάνδρου επανέφερε στον θρόνο τον γέρο ηγεμόνα Μίλος Ομπρένοβιτς. Μετά τον θάνατό του, τον διαδέχτηκε ο γιος του Μιχαήλ, αντιβασιλιάς και κατά την περίοδο 1839-42. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ, ο Γκαρασάνιν υπέγραψε πολιτική και στρατιωτική συμμαχία με την Ελλάδα και, αφού εξασφάλισε την ουδετερότητα της Ρουμανίας, συμφώνησε με το βουλγαρικό επαναστατικό κομιτάτο του Βουκουρεστίου την προετοιμασία γενικής εξέγερσης εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για να αποφύγει πόλεμο στα Βαλκάνια, η Πύλη προτίμησε να συνάψει συμφωνία με τη Σερβία, παραχωρώντας της πέντε φρούρια, μεταξύ των οποίων και αυτό του Βελιγραδίου και αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία της ηγεμονίας. Μετά τη δολοφονία του Μιχαήλ σε μία ανακτορική συνωμοσία (1868), ανήλθε στον θρόνο ο Μιλάν, σε ηλικία δεκατριών ετών, με αντιβασιλιά τον Γιοβάν Ρίστιτς. Το 1869 παραχωρήθηκε νέο σύνταγμα, πιο φιλελεύθερο, αλλά ακόμα ανεπαρκές για να καλύψει τους πόθους του σερβικού λαού, που είχε επηρεαστεί από το μαρξιστικό κίνημα του Σβέτοζαρ Μάρκοβιτς. Το 1876, παρά τη ρωσική υποστήριξη, οι Σέρβοι ηττήθηκαν από τους Τούρκους, εναντίον των οποίων είχαν πάλι επαναστατήσει. Η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης αποκατέστησε το εδαφικό καθεστώς. Το 1878, με τη βοήθεια της Ρωσίας στον πόλεμο εναντίον της Πύλης, οι Σέρβοι πέτυχαν επεκτάσεις προς τα νότια και τα δυτικά (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 3 Μαρτίου 1878). Το συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος 1878) επικύρωσε τις σερβικές κατακτήσεις και αναγνώρισε την ανεξαρτησία της ηγεμονίας που το 1882 ανακηρύχθηκε από τον Μιλάν Βασίλειο της Σερβίας. Ο Μιλάν βασίλεψε έως το 1889, οπότε αναγκάστηκε να παραχωρήσει νέο και αρκετά πιο φιλελεύθερο σύνταγμα και να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου. Τα αντιλαϊκά μέτρα που πήρε ο τελευταίος (κατάργηση του συντάγματος του 1889 και επαναφορά του προηγούμενου, του 1869), σήμαναν ουσιαστικά το τέλος της δυναστείας των Ομπρένοβιτς. Ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε σε μία ανακτορική συνωμοσία και μετά τον θάνατό του ανήλθε στο θρόνο ο Πέτρος Καραγεόργεβιτς, του οποίου πρώτη πράξη ήταν η επαναφορά του συντάγματος του 1889.
Το Μαυροβούνιο και η Κροατία. Από τις αρχές του 14ου αι., οι φυλές του Μαυροβουνίου ενώθηκαν στις περιοχές του Κότορ (Κάταρο) και της Κέτινγε (Κετίγνης) και έμειναν ενωμένες υπό την πολιτική και θρησκευτική εξουσία του βλάντικα, ή επισκόπου της Κετίγνης. Από το 1700 και μετά την εκλογή του Δανίλου Πέτροβιτς-Νιέγκος ως κληρονομικού βλάντικα, το Μαυροβούνιο μεταβλήθηκε σε ένα είδος θεοκρατικής κληρονομικής μοναρχίας.
Τον 19ο αι., ο Δανίλος Β’ (1851-60), συνεχίζοντας την πολιτική φιλίας που είχαν αρχίσει οι προκάτοχοί του με τη Ρωσία κατόρθωσε να ανακηρυχθεί ηγεμόνας. Ο αδελφός του Μίρκο νίκησε τα σουλτανικά στρατεύματα στο Γκράχοβο (1860) και εξασφάλισε την αναγνώριση της αυτονομίας του Μαυροβουνίου. Το 1860, μετά τον θάνατο του Δανίλου, ανήλθε στον θρόνο ο γιος του Μίρκο, Νικόλαος Α’ (1860-1918), ο οποίος το 1905 παραχώρησε σύνταγμα σύμφωνα με το σερβικό πρότυπο του 1869 και το 1910 ανακηρύχθηκε βασιλιάς του Μαυροβουνίου.
Η Κροατία, μαζί με τη Σλοβενία και τη Βοϊβοντίνα, αποτέλεσαν τμήμα του βασιλείου της Ουγγαρίας έως το 1526, χρονιά που περιήλθαν στην κυριαρχία των Αψβούργων. Η εξουσία των τελευταίων επί των παραπάνω εδαφών διήρκεσε μέχρι το 1918.
Η αυστρο-σερβική διαμάχη. Στο συνέδριο του Βερολίνου η Αυστρία κέρδισε τα εδάφη της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, και στις 6 Οκτωβρίου 1908 προσάρτησε τις δύο αυτές επαρχίες. Ακολούθησε κρίση στις σχέσεις Αυστρίας και Σερβίας, η οποία ήταν το μόνο εμπόδιο για την πολιτική επεκτατισμού της Βιέννης στα Βαλκάνια. Η γειτονία της Μακεδονίας, που την εποφθαλμιούσαν τόσο η Σερβία όσο και η Βουλγαρία, έδωσε στην Αυστρία την ευκαιρία να εφαρμόσει στα Βαλκάνια μία πολιτική διαφοροποιήσεων. Ο αποκλεισμός των σερβικών προϊόντων από την αυστριακή αγορά έθεσε τέλος στη διαμάχη μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας και, στις 13 Μαρτίου 1912, με ρωσική υποστήριξη, υπογράφηκε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ των δύο κρατών. Τη συνθήκη αυτή ακολούθησαν και άλλες διμερείς: μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας (30 Μαρτίου), Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου (28 Αυγούστου) και Σερβίας και Μαυροβουνίου (6 Οκτωβρίου). Στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους η Σερβία και η Βουλγαρία έστειλαν τελεσίγραφο στην Κωνσταντινούπολη. Η Τουρκία απάντησε με την κήρυξη πολέμου στις 17 Οκτωβρίου. Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος που άρχισε με μεγάλες νίκες, τερματίστηκε τον Μάιο του 1913, όταν, μετά τη νίκη των βαλκανικών κρατών, άρχισαν στο Λονδίνο οι προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης. Τα αποτελέσματα του πολέμου όμως είχαν ενισχύσει τις φιλοδοξίες των συμμάχων. Η Βουλγαρία επεδίωκε διέξοδο στο Αιγαίο, η Σερβία ήθελε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και η Ρουμανία ζητούσε ανταλλάγματα για την ουδετερότητά της. Στις 3 Ιουλίου, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας και της Σερβίας, εγκαινιάζοντας με αυτό τον τρόπο τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο που έληξε με τη νίκη της Ελλάδας και της Σερβίας. Με την Ειρήνη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), η Σερβία επεκτάθηκε στη Μακεδονία, η Ελλάδα στη Θράκη και η Ρουμανία απέκτησε ένα τμήμα της Δοβρουτσάς.
Η γένεση της μεγάλης Γ. και ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Η δολοφονία του Αυστριακού αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο (28 Ιουνίου 1914) και η κήρυξη πολέμου εναντίον της Σερβίας που ακολούθησε, διέσπασε και απομάκρυνε τους Σλάβους της Σερβίας από τους ομοεθνείς τους της αυστροουγγρικής μοναρχίας. Αλλά ήδη στις 7 Δεκεμβρίου 1914, η κυβέρνηση του Βελιγραδίου διακήρυξε πως θα αγωνιζόταν για την ένωση των τριών λαών (Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων), ενώ μία επιτροπή Γιουγκοσλάβων (Νοτιοσλάβων) φυγάδων, υπηκόων της δυαδικής μοναρχίας, συγκροτήθηκε για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από τα τέλη Οκτωβρίου του 1918 οι Κροάτες και οι Σλοβένοι αρνούνταν υπακοή στη μοναρχία που κατέρρεε. Η ανακωχή της Βίλα Τζούστι (Πάντοβα, 3 Νοεμβρίου 1918) επικύρωσε την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Αυστροουγγαρίας, που επαναλήφθηκε με την ανακωχή που υπέγραψε η συμμαχική στρατιά της Ανατολής (Θεσσαλονίκης) μόνο με την Ουγγαρία (13 Νοεμβρίου 1918). Η ανακωχή επικύρωνε την κατάληψη όλων των σλαβικών εδαφών της μοναρχίας των Αψβούργων. Την 1η Δεκεμβρίου συγκροτήθηκε το βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, υπό την αντιβασιλεία του Αλεξάνδρου Καραγεόργεβιτς. Το συνέδριο του Παρισιού, με τις συνθήκες του Αγίου Γερμανού (με την Αυστρία) και του Τριανόν (με την Ουγγαρία) αναγνώριζε στο νέο βασίλειο την επικυριαρχία στην Κροατία, στη Σλοβενία και στη Δαλματία. Το πρόβλημα της Ιστρίας και της βόρειας Δαλματίας ρυθμίστηκε αργότερα με τη συνθήκη του Ραπάλο (12 Νοεμβρίου 1920) που παραχώρησε στην Ιταλία την Τεργέστη, την Ιστρία, τη Ζάρα και πολλά νησιά των δαλματικών ακτών, με το Φιούμε (σημερινή Ριέκα) υπό καθεστώς αυτόνομης πόλης. Η συμφωνία της Ρώμης (27 Ιανουαρίου 1924) επικύρωσε την προσάρτηση του Φιούμε στην Ιταλία.
Η πρώτη δεκαετία του νέου βασιλείου ήταν λαμπρή από οικονομική άποψη. Στο πολιτικό πεδίο επικρατούσε όμως ταραγμένο κλίμα: η πάλη ανάμεσα στα δύο μεγάλα σερβικά κόμματα, το φιλελεύθερο και το δημοκρατικό, οξύνθηκε με τη δυσαρέσκεια των Κροατών και των Σλοβένων εναντίον ενός συγκεντρωτικού συντάγματος (1921), που καθιέρωνε την υπεροχή του σερβικού στοιχείου και δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις τους. Ο ριζοσπάστης Πάσιτς δεν κατόρθωσε να φέρει την ειρήνη στη χώρα και ο αντίπαλός του, ο Κροάτης Ράντιτς, τον ανέτρεψε χωρίς όμως να είναι σε θέση να βελτιώσει την κατάσταση. Ενώ η ένταση συνεχιζόταν και οξυνόταν, ο βασιλιάς Αλέξανδρος, επωφελούμενος από τη σχεδόν πλήρη κυβερνητική παράλυση, κατάργησε το σύνταγμα, διέλυσε τη Skupstina (βουλή) και ανέλαβε την απόλυτη εξουσία (1929). Ο βασιλιάς ενίσχυσε τον συγκεντρωτισμό προσπαθώντας συγχρόνως να δημιουργήσει έναν γιουγκοσλαβικό πατριωτισμό (και πράγματι από το 1929 καθιέρωσε την ονομασία Γ., δηλαδή Νοτιοσλαβία), ο οποίος δεν τελεσφόρησε. Οι Σέρβοι δεν εγκατέλειψαν τις συγκεντρωτικές τους αντιλήψεις και οι Κροάτες, πιστοί στις αυτονομιστικές διαθέσεις τους, ένιωθαν όλο και σκληρότερη καταπίεση. Η Ιταλία και η Ουγγαρία υποστήριζαν κρυφά τους διαφωνούντες, με αποτέλεσμα κάθε πολιτική διαφωνία να λαμβάνει την όψη εσχάτης προδοσίας. Ακόμα και η παραχώρηση νέου συντάγματος το 1931, φαινομενικά δημοκρατικότερου, δεν ευοδώθηκε. Τον Οκτώβριο του 1934 ο βασιλιάς Αλέξανδρος δολοφονήθηκε στη Μασσαλία από Κροάτες τρομοκράτες. Τον διαδέχτηκε ο νεαρός Πέτρος Β’ με τη βοήθεια ενός συμβουλίου αντιβασιλείας στο οποίο κυριαρχούσε η μορφή του πρίγκιπα Παύλου, εξαδέλφου του δολοφονηθέντος βασιλιά. Όταν οι εκλογές του 1935 έδωσαν αβέβαιη πλειοψηφία στην κυβέρνηση, ο πρίγκιπας Παύλος αποφάσισε να δεχτεί το κροατικό αίτημα για μία ομοσπονδιακή Γ. και κάλεσε στην κυβέρνηση τον ριζοσπάστη Μίλαν Στογιαντίνοβιτς ο οποίος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Βουλγαρία (24 Ιανουαρίου 1937) που την απομάκρυνε οριστικά από κάθε αξίωση στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Στις 25 Μαρτίου 1937 υπογράφηκε πενταετές σύμφωνο φιλίας με την Ιταλία. Το 1939 η Κροατία διεκδίκησε καθεστώς αυτονομίας. Τα γεγονότα όμως εξελίσσονταν γρήγορα. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και η προσχώρηση του πρίγκιπα Παύλου στην πολιτική του Άξονα προκάλεσαν την εξέγερση του λαού, καθώς και ένα πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία τον Πέτρο Β’.
Στις 6 Απριλίου 1941 η Γερμανία και η Ιταλία επιτέθηκαν κατά της Γ. και την ανάγκασαν να συνθηκολογήσει (18 Απριλίου). Η Σερβία, που περιορίστηκε στα πριν από το 1913 σύνορά της, τέθηκε υπό γερμανική διοίκηση, η γιουγκοσλαβική Μακεδονία παραδόθηκε στους Βούλγαρους, το Μαυροβούνιο ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο προτεκτοράτο της Ιταλίας και η Κροατία έγινε αυτόνομη. Η Ιταλία ανέλαβε τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής του Ζάγκρεμπ και απέσπασε ένα μέρος της Σλοβενίας. Οι Σέρβοι, ενάντια στους οποίους κινούνταν όλοι οι προαιώνιοι εχθροί τους (Κροάτες, Ούγγροι, Βούλγαροι και Αλβανοί), από κοινού με τους Γερμανούς, βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση. Αλλά από αυτό ακριβώς γεννήθηκε η πρώτη εξέγερση ενάντια στους Γερμανούς στην οποία πρωτοστάτησαν οι κομουνιστές του Γιόσιπ Μπροζ (Τίτο). Οι κομουνιστικές ομάδες που κινούσε αυτός συγκεντρώθηκαν στη Βοσνία στις 26-27 Νοεμβρίου 1942 και σχημάτισαν ένα αντιφασιστικό συμβούλιο εθνικής απελευθέρωσης (avnoj), ενώ μία εκτελεστική επιτροπή οργάνωσε λαϊκό μέτωπο υπό τον έλεγχο και την ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος. Στο δεύτερο συμβούλιο του avnoj εξελέγη μία εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης που πήρε τη μορφή πραγματικής κυβέρνησης, απαγορεύοντας μεταξύ άλλων την επιστροφή του πρώην βασιλιά. Ο Τίτο, αναγνωρισμένος από τους δυτικούς συμμάχους, ονομάστηκε στρατάρχης της Γ. και ανώτατος αρχηγός των απελευθερωτικών στρατευμάτων. Η διάσκεψη της Τεχεράνης (Νοέμβριος 1943) ενέκρινε τη στρατιωτική και πολιτική βοήθεια των Συμμάχων προς την Επιτροπή Απελευθέρωσης. Το Βελιγράδι ελευθερώθηκε από τους Γιουγκοσλάβους και τους Ρώσους στις 20 Οκτωβρίου 1944 και το Ζάγκρεμπ στις 8 Μαΐου 1945, ενώ οι αντάρτες του Τίτο κατέλαβαν την Τεργέστη. Στις 11 Νοεμβρίου, έπειτα από εκλογές που έδωσαν το 96% των ψήφων στο Λαϊκό Μέτωπο, η προσωρινή κυβέρνηση διαλύθηκε. Στις 29 Νοεμβρίου η συντακτική συνέλευση ανακήρυξε τη δημοκρατία.
Η σοσιαλιστική δημοκρατία. Το σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γ. (31 Ιανουαρίου 1946) όριζε ότι «όλες οι εξουσίες εκπορεύονται από τον λαό και ανήκουν στον λαό». Απαριθμούσε επίσης τις συνταγματικά αυτόνομες δημοκρατίες που συγκροτούσαν το κράτος (Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μακεδονία και Μαυροβούνιο) και ήταν οργανωμένες σύμφωνα με το σοσιαλιστικό σύστημα. Το πρώτο πενταετές πρόγραμμα επέβαλε την πραγματοποίηση των επιδιώξεων του συντάγματος. Τα μέσα παραγωγής κρατικοποιήθηκαν, η ατομική ιδιοκτησία υπεβλήθη σε συγκεκριμένους περιορισμούς και οι πολιτικοοικονομικές εξουσίες των Εκκλησιών καταργήθηκαν.
Η Γ. ήρθε γρήγορα σε ρήξη με την ΕΣΣΔ· τον Ιούνιο του 1948 διακόπηκαν οι σχέσεις τους και η Γ. αποκλείστηκε από το Κομουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών (Κομινφόρμ). Έτσι άρχισε μία πολιτική προσέγγισης προς τα δυτικά κράτη που αποδείχτηκε θετική για τη χώρα. Στις 25 Οκτωβρίου 1954, μετά τις συμφωνίες του Λονδίνου (5 Οκτωβρίου), της παραχωρήθηκε η λεγόμενη ζώνη Β που περιλάμβανε αξιόλογες θέσεις προς τον κόλπο της Μούτζα. Μετά τη ρύθμιση των διαφορών με την Ιταλία, βελτιώθηκαν και οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ, κυρίως με πρωτοβουλία του σοβιετικού ηγέτη Χρουτσόφ. Ο Τίτο, υποστηρικτής της μη επέμβασης των Σοβιετικών στα εσωτερικά των κομουνιστικών χωρών (όπως αποδείχτηκε στην τσεχοσλοβακική κρίση του 1968), εξακολούθησε να αντιπροσωπεύει στην ανατολική Ευρώπη μία τάση ιδεολογικής ανεξαρτησίας.
Στο εσωτερικό, ο γιουγκοσλαβικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν ήταν εύκολος, κυρίως εξαιτίας της αυξανόμενης οικονομικής κρίσης που προκάλεσε την υποτίμηση του δηναρίου και τις πολιτικές και πολιτισμικές αντιθέσεις μεταξύ των έξι δημοκρατιών. Στα προβλήματα αυτά ο Τίτο προσπάθησε να δώσει λύση με την επιβολή (1963) νέου συντάγματος που τροποποιήθηκε στα επόμενα χρόνια. Ιδιαίτερα οι τροποποιήσεις του 1971 έδωσαν μεγάλη αυτονομία στις επιμέρους δημοκρατίες, στις οποίες παραχωρήθηκαν και διαφορετικά συντάγματα. Αλλά ο Τίτο επέβαλε και τρίτο σύνταγμα, που άρχισε να ισχύει από τις 21 Φεβρουαρίου 1974 και το οποίο, αντιμετωπίζοντας συνολικά τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της Γ., επαναβεβαίωνε τον ηγετικό ρόλο της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομουνιστών και προέβλεπε τη λύση του δύσκολου προβλήματος της μετατιτοϊκής πραγματικότητας.
Στην εξωτερική πολιτική ο Τίτο, αφού πέτυχε τη συνεννόηση με την Ιταλία, ρύθμισε τις προστριβές με το Βατικανό και εξασφάλισε την υποστήριξη της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου. Η θέση του στο κέντρο μεταξύ Ανατολής και Δύσης του επέτρεψε να παίξει τον ρόλο του οδηγού των αδέσμευτων κρατών.
Τον Δεκέμβριο του 1979 πέθανε ο στενός συνεργάτης του Τίτο Έντβαρντ Καρντέλι, και τον Μάιο του ίδιου έτους η αρχή της συλλογικής ηγεσίας επεκτάθηκε και στη γραμματεία της Ένωσης Κομουνιστών Γ. (ΕΚΓ). Τον θάνατό του Τίτο τον Μάιο του 1980 ακολούθησε η ρητή δέσμευση της νέας ηγεσίας να συνεχίσει την αδέσμευτη πολιτική.
Η πορεία προς τη διάλυση της Μεγάλης Γ. Στις αρχές του 1981 οι διαμαρτυρίες των σπουδαστών στην Πρίστινα οδήγησαν σε διαδηλώσεις Αλβανών σε ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο. Αίτημά τους ήταν η αναγνώριση της περιοχής ως ισότιμης δημοκρατίας, αντί του καθεστώτος που ίσχυε έως τότε (αυτόνομη επαρχία της Σερβίας). Επιβλήθηκε κατάσταση ανάγκης και οι ταραχές κατέληξαν σε αρκετούς θανάτους και τραυματισμούς. Η ένταση συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους. Εκατοντάδες Αλβανοί εθνικιστές καταδικάστηκαν για συνωμοσία κατά του κράτους και οι δίκες συνεχίστηκαν μέχρι το 1985.
Μετά τις ταραχές του 1981 χιλιάδες Σέρβοι και Μαυροβούνιοι εγκατέλειψαν το Κοσσυφοπέδιο για να εγκατασταθούν στη Σερβία. Μέχρι το 1987 οι πρόσφυγες υπολογίζονταν σε 22.000. Το 1986 ανακοινώθηκαν μέτρα ενθάρρυνσης της επιστροφής των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο.
Το 13ο συνέδριο της Ένωσης Κομουνιστών Γ. πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1986 και σε αυτό επανεξελέγησαν μόνο τα 38 από τα 165 μέλη της κεντρικής επιτροπής. Τον Μάρτιο του 1987 η κυβέρνηση επέβαλε πάγωμα των μισθών για να αντιμετωπίσει τον υψηλό πληθωρισμό με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μεγάλες απεργίες. Η αξιοπιστία της κυβέρνησης επλήγη ακόμη περισσότερο όταν τον Αύγουστο του 1987 αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο της Αγκροκομέρτς, που είχε παράνομα εκδώσει ακάλυπτα γραμμάτια ύψους 900 εκατ. δολ. προς τις γιουγκοσλαβικές τράπεζες.
Η ένταση επανήλθε τον Απρίλιο του 1987 όταν χιλιάδες Σέρβοι και Μαυροβούνιοι διαδήλωσαν κατά του αλβανικού εθνικισμού στο Κοσσυφοπέδιο. Τον Οκτώβριο η κυβέρνηση έλαβε έκτακτα μέτρα ασφαλείας στο Κοσσυφοπέδιο και απέστειλε ειδικές δυνάμεις αστυνομίας από το Βελιγράδι. Η αναταραχή στη Σερβία και στις αυτόνομες περιοχές του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα συνεχίστηκαν σε όλη την περίοδο του 1988-89. Τον Οκτώβριο του 1988 το προεδρείο της Ένωσης Κομουνιστών της Βοϊβοντίνα, που είχε εκδηλώσει την αντίθεσή του στις αλλαγές, παραιτήθηκε υπό την πίεση χιλιάδων διαδηλωτών.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Κομουνιστών της Σερβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν κατάφερε να παραμερίσει τα μέλη της ΚΕ που αντιδρούσαν. Τον Νοέμβριο, όμως, υπό την πίεση των Σέρβων παραιτήθηκαν και αρκετά μέλη της ηγεσίας της Ένωσης Κομουνιστών του Κοσσυφοπεδίου. Παράλληλα, εκατό χιλιάδες Αλβανοί διαδήλωναν στην Πρίστινα για την επιστροφή των παραιτηθέντων, ενώ ένα εκατομμύριο Σέρβοι διαδήλωναν κατά των διακρίσεων που υφίσταντο.
Τον Φεβρουάριο του 1989 εκδιώχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή της ΕΚΓ ο Αζέμ Βλάσι, ένας δημοφιλής Αλβανόφωνος του Κοσσυφοπεδίου, ενώ η σερβική βουλή υιοθέτησε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για το Κοσσυφοπέδιο. Ακολούθησαν απεργίες, συλλήψεις και συγκρούσεις, ενώ η έγκριση των αλλαγών από τη βουλή του Κοσσυφοπέδιο επιδείνωσε την κατάσταση. Οι ταραχές είχαν ως απολογισμό δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες καταδίκες.
Τον Οκτώβριο του 1989 ξέσπασαν νέες διαδηλώσεις με αφορμή τη δίκη του Αζέμ Βλάσι. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1990 οι νεκροί ανέρχονταν τους 30. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ζήτησε από τους Σέρβους να πραγματοποιήσουν μία εκστρατεία μαζικής εγκατάστασης στο Κοσσυφοπέδιο. Αργότερα η αθώωση του Αζέμ Βλάσι έδωσε την εντύπωση ότι η κατάσταση θα εξομαλυνόταν, όμως τον Μάιο του 1990 η Σερβία ανακοίνωσε νέες προτάσεις για κατάργηση της αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου.
Στη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε μια αναζωπύρωση εθνικιστικών τάσεων σχεδόν σε όλες τις δημοκρατίες της Γ. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν μουσουλμάνοι εθνικιστές. Στην Κροατία συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές Κροάτες κατηγορούμενοι για τρομοκρατία. Στα Σκόπια καταδικάστηκαν εθνικιστές για βομβιστικές ενέργειες. Ακόμη και Σέρβοι εθνικιστές υπέστησαν διώξεις.
Παράλληλα, η οικονομική κρίση συνέχισε να οξύνεται. Τον Μάιο του 1988 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διασώθηκε από ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ σε συνδιάσκεψη της ΕΚΓ προτάθηκαν ριζικές πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης περισσότερη δημοκρατία μέσα στο κόμμα. Τον Ιούνιο έγιναν μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις κατά των οικονομικών μέτρων. Τον Δεκέμβριο ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αναγκάστηκε να παραιτηθεί, καθώς η ομοσπονδιακή βουλή απέρριψε τον προϋπολογισμό του 1989. Ο φιλελεύθερος Κροάτης Άντε Μάρκοβιτς ανέλαβε πρόεδρος τον Μάρτιο του 1989, με μία κυβέρνηση 18 υπουργών. Τον Μάιο του 1989 εξελέγη ομοσπονδιακός πρόεδρος ο Σλοβένος Γιάνεζ Ντρνόβσεκ, ενώ η εκλογή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ως προέδρου της Σερβίας ενίσχυσε τους φόβους για σερβική κυριαρχία στην ομοσπονδιακή Γ.
Η αναπόφευκτη διάλυση και η απαρχή των συγκρούσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1989 η βουλή της Σλοβενίας ψήφισε ριζικές τροποποιήσεις του συντάγματος, επιβεβαιώνοντας την αυτονομία της δημοκρατίας και διακηρύσσοντας το δικαίωμά της να αποσχιστεί από την ομοσπονδία. Τέθηκε το ενδεχόμενο διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών και επιτράπηκε η λειτουργία και άλλων κομμάτων. Χιλιάδες διαδηλωτές στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο διαμαρτυρήθηκαν για τη διαφαινόμενη απειλή κατά της ενότητας της Γ.
Η βαθιά διαίρεση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις ηγεσίες της Σλοβενίας και της Κροατίας από τη μία πλευρά και της Σερβίας από την άλλη, εκφράστηκε ανάγλυφα στο 14ο έκτακτο συνέδριο της ΕΚΓ που άρχισε τον Ιανουάριο του 1990. Το συνέδριο ενέκρινε την κατάργηση του καθοδηγητικού ρόλου της ΕΚΓ στην κοινωνία και την εισαγωγή πολυκομματικού συστήματος. Πρόταση της Σλοβενίας να δοθεί μεγαλύτερη αυτονομία στις αντίστοιχες ΕΚ των δημοκρατιών απορρίφθηκε. Ύστερα από αυτό, η αντιπροσωπεία των Σλοβένων αποχώρησε από το συνέδριο. Σε συνδιάσκεψη της σλοβενικής ΕΚ τον Φεβρουάριο, το κόμμα επιβεβαίωσε την απόσχισή του από την ΕΚΓ και μετονομάστηκε σε Κόμμα Δημοκρατικής Μεταρρύθμισης. Οι αντίστοιχες ενώσεις της Κροατίας και της ΠΓΔΜ προχώρησαν σε παρόμοιες αλλαγές. Τον Μάρτιο του 1990, η ΚΕ της ΕΚΓ δεν κατάφερε να έχει την απαραίτητη απαρτία για να οριστεί η συνέχιση του συνεδρίου. Οι αντιπρόσωποι της Σλοβενίας αρνήθηκαν να παραστούν, ακολουθούμενοι από τους Κροάτες και τους εκπροσώπους της ΠΓΔΜ. Οι αντιπρόσωποι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης απείχαν και αυτοί, διαμαρτυρόμενοι για την απόπειρα του προεδρείου να αποφασίσει χωρίς απαρτία. Τον Μάιο το συνέδριο συνεχίστηκε χωρίς τις αντιπροσωπείες της Κροατίας, της Σλοβενίας και της ΠΓΔΜ.
Τον Μάιο του 1990, σύμφωνα με το σύστημα της κυκλικής ηγεσίας, ανέλαβε ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γ. ο Σέρβος Μπόρισαβ Γιόβιτς. Ο Γιόβιτς δεσμεύτηκε να υποστηρίξει την εθνική ακεραιότητα, προειδοποίησε για τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου και ζήτησε τη γρήγορη υιοθέτηση ενός ισχυρότερου ομοσπονδιακού συντάγματος. Τον Ιούλιο διεξήχθη δημοψήφισμα στη Σερβία με το οποίο εγκρίθηκαν οι αλλαγές στο σύνταγμα και ουσιαστικά καταργήθηκε το καθεστώς αυτονομίας για τις επαρχίες του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα. Η βουλή και η κυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου διαλύθηκαν από τις σερβικές αρχές. Τον ίδιο μήνα η ΕΚ Σερβίας και η Σοσιαλιστική Συμμαχία της Σερβίας σχημάτισαν από κοινού το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας με πρόεδρο τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ταυτόχρονα, ο Άντε Μάρκοβιτς ίδρυσε τη Συμμαχία των Γιουγκοσλαβικών Μεταρρυθμιστικών Δυνάμεων.
Στην Κροατία, οι αλλαγές οδήγησαν τη σερβική μειονότητα να ζητήσει τη δική της κυριαρχία και αυτονομία με ανεπίσημο δημοψήφισμα που οργανώθηκε τον Αύγουστο. Οι προσπάθειες των αρχών της Κροατίας να εμποδίσουν το δημοψήφισμα αντιμετωπίστηκαν ένοπλα από τους Σέρβους στο Κνιν. Τον ίδιο μήνα η βουλή της Κροατίας απομάκρυνε τον Κροάτη Στίπε Σουβάρ από την ομοσπονδιακή συλλογική προεδρία και όρισε αντικαταστάτη του τον Στίπε Μέσιτς, ήδη πρωθυπουργό της Κροατίας. Τον Οκτώβριο του 1990, το Σερβικό Εθνικό Συμβούλιο, μία οργάνωση των Σέρβων στο Κνιν, κήρυξε την αυτονομία των Σέρβων της Κροατίας. Οι Κροάτες προσπάθησαν να αφοπλίσουν Σέρβους αστυνομικούς, γεγονός που οδήγησε σε ταραχές.
Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1990 πραγματοποιήθηκαν πολυκομματικές εκλογές σε όλες τις δημοκρατίες της Γ. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στην ΠΓΔΜ επικράτησαν τα εθνικιστικά κόμματα. Στο Μαυροβούνιο η Ένωση Κομουνιστών κέρδισε την πλειοψηφία και διατήρησε την προεδρία. Στη Σερβία, παρά τις κατηγορίες για ατασθαλίες, ο Μιλόσεβιτς επανεξελέγη και το κόμμα του απέσπασε τις 194 από τις 250 έδρες της βουλής. Τον Δεκέμβριο εγκρίθηκε νέο σύνταγμα στην Κροατία, με το οποίο κατοχυρώθηκε το δικαίωμα απόσχισης από την ομοσπονδία· το ίδιο συνέβη και στη Σλοβενία.
Στις αρχές του 1991 η κατάσταση οξύνθηκε, όταν η ομοσπονδιακή προεδρία διέταξε τον ομοσπονδιακό στρατό να αφοπλίσει όλες τις παραστρατιωτικές οργανώσεις. Οι κροατικές και οι σλοβένικες αρχές αρνήθηκαν να εφαρμόσουν την εντολή. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο της σερβικής κυβέρνησης, η οποία είχε αποσπάσει 18,3 δισ. δηνάρια από την Εθνική Τράπεζα της Γ., για να υποστηρίξει την οικονομία της. Στις αρχές του έτους ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για το πολιτικό μέλλον της Γ. με τη συμμετοχή των προέδρων όλων των δημοκρατιών, οι οποίες όμως γρήγορα κατέληξαν σε αδιέξοδο. Η Κροατία και η Σλοβενία επιτάχυναν τις διαδικασίες απόσχισης και οι Σέρβοι της Κροατίας ανακοίνωσαν τη μονομερή απόσχισή τους από τη δημοκρατία αυτή. Η ΠΓΔΜ ακολούθησε και αυτή τον δρόμο των δύο άλλων δημοκρατιών.
Τους επόμενους δύο μήνες υπήρξαν και συνταγματικές περιπλοκές με την παραίτηση του Γιόβιτς από την ομοσπονδιακή προεδρία, καθώς και των αντιπροσώπων της Βοϊβοντίνα και του Μαυροβουνίου, με αποτέλεσμα να μην συμπληρώνεται απαρτία. Οι έξι πρόεδροι επανήλθαν στις διαπραγματεύσεις, για την επίλυση της κρίσης. Η Κροατία και η Σλοβενία πρότειναν μία χαλαρή συνομοσπονδία κυρίαρχων κρατών, ενώ η Σερβία και το Μαυροβούνιο υποστήριξαν τη διατήρηση της Γ. ως ενιαίου ομόσπονδου κράτους. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ, τέλος, αντέτειναν μία ένωση κυρίαρχων κρατών, με βάση το πρότυπο της ΕΕ. Τον Μάιο του 1991 διεξήχθη δημοψήφισμα στην Κροατία –από το οποίο απείχαν οι Σέρβοι της Κροατίας– το οποίο επικύρωσε την απόφαση της ανεξαρτησίας. Οι Σέρβοι απέρριψαν τη μεταβίβαση της ομοσπονδιακής προεδρίας στον Κροάτη Στίπε Μέσιτς και στις 25 Ιουνίου η Κροατία και η Σλοβενία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1991 η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΟΚ ακόμα) πρότεινε τη σύγκληση διάσκεψης ειρήνης στη Χάγη για τη Γ. με επικεφαλής τον λόρδο Κάρινγκτον, ενώ ο πόλεμος ήδη είχε ξεσπάσει. Τον Οκτώβριο η Σερβία έθετε υπό τον έλεγχό της τη συλλογική προεδρία, ενώ η Κροατία και η Σλοβενία προχωρούσαν προς την ανεξαρτησία. Τον Νοέμβριο, η ΕΕ υιοθέτησε εμπορικές κυρώσεις, αρχικά κατά της Γ. και στη συνέχεια μόνο κατά της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, που έδειχνε να συμπράττει με αυτήν. Στις αρχές Δεκεμβρίου η Γερμανία ανακοίνωσε ότι σκόπευε να αναγνωρίσει την Κροατία και τη Σλοβενία έως τα Χριστούγεννα, ενώ οι ΗΠΑ επέβαλαν με τη σειρά τους κυρώσεις κατά της Γ.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 η ΕΕ ανακοίνωσε ότι σκόπευε να αναγνωρίσει στις 15 Ιανουαρίου 1992 κάθε γιουγκοσλαβική δημοκρατία που θα πληρούσε τους όρους της σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές διαδικασίες και τον σεβασμό των μειονοτήτων, ενώ για την ΠΓΔΜ έθετε τον πρόσθετο όρο «να μη χρησιμοποιεί ονομασία που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις». Το τελευταίο αυτό υιοθετήθηκε έπειτα από ισχυρή πίεση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία την εποχή εκείνη είχε τεθεί αντίθετη προς τις σχετικές αποφάσεις της ΕΕ, αφενός μεν λόγω της γειτνίασης με τη Γ., αφετέρου λόγω του ξαφνικού ζητήματος που ανέκυπτε σε ενδεχόμενη αναγνώριση της ΠΓΔΜ ως ανεξάρτητου κράτους, με την ονομασία Μακεδονία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και γενικότερα η Ελλάδα, χρεώθηκαν μία αντίθεση στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, που ευνοούσε τη διάλυση της Γ., μία αντίθεση στην οποία συνέβαλαν τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και οι εθνικιστικές εκδηλώσεις (π.χ. τα εμπάργκο κατά των ολλανδικών και ιταλικών προϊόντων φαίνονταν ακατανόητα στους Ευρωπαίους εταίρους).
Αμέσως μετά, οι Σέρβοι σε δύο περιοχές της Κροατίας ανακήρυξαν τη δική τους δημοκρατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ζήτησε αναγνώριση από την ΕΕ και ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός Άντε Μάρκοβιτς παραιτήθηκε. Οι Σέρβοι της Βοσνίας ανακήρυξαν και αυτοί τη δική τους δημοκρατία, ενώ στις 24 Δεκεμβρίου οι τέσσερις δημοκρατίες, εκτός της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, ζήτησαν επίσημα την αναγνώρισή τους από την ΕΕ. Ο απεσταλμένος του ΟΗΕ Σάιρους Βανς πραγματοποίησε επανειλημμένες αποστολές στη Γ. για την επίτευξη ειρήνης, αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν με χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές. Η ιστορική πόλη Ντουμπρόβνικ στις δαλματικές ακτές της Κροατίας βομβαρδίστηκε από τον ομοσπονδιακό στρατό, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου οι νεκροί υπολογίζονταν σε 10.000 στην Κροατία. Η πολιορκία του Βούκοβαρ πέρασε στα ιστορικά χρονικά.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1992 Σέρβοι και Κροάτες αποδέχτηκαν το σχέδιο ανάπτυξης Κυανοκράνων μετά την πρόταση του Σάιρους Βανς, αλλά οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στην Κροατία. Ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι ανακοίνωσε την αποστολή πενήντα στρατιωτικών παρατηρητών του ΟΗΕ. Μετά την κατάρριψη ενός ελικοπτέρου της ΕΕ (πέντε νεκροί) από τους Σέρβους, ο ομοσπονδιακός υπουργός Άμυνας Βέλικο Καντίγιεβιτς παραιτήθηκε. Στις 15 Ιανουαρίου η ΕΕ αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Σλοβενίας και της Κροατίας και επανέλαβε τους όρους της για την ΠΓΔΜ. Η Σερβία προωθούσε πλέον την ιδέα ίδρυσης μιας μικρής Γ., που θα περιλάμβανε τη Σερβία, το Μαυροβούνιο αλλά και τις σερβικές περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Τον Φεβρουάριο του 1992 η Κροατία δέχθηκε χωρίς όρους το σχέδιο ειρήνευσης του ΟΗΕ, ενώ οι Σέρβοι ηγέτες της Κράινα, του σερβικού θυλάκου στην Κροατία, το απέρριψαν. Ο Μπούτρος Γκάλι ζήτησε την αποστολή 10.000 Κυανοκράνων στην Κροατία και η πρότασή του έγινε αποδεκτή από τη Σερβία και την Κροατία. Στις 21 Φεβρουαρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση 743, σύμφωνα με την οποία απεστάλησαν 14.000 Κυανόκρανοι σε τρεις περιοχές της Κροατίας. Στο τέλος του μήνα, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποφάνθηκε με δημοψήφισμα υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ το Μαυροβούνιο αποφάσισε να παραμείνει στη μικρή Γ. Στις 6 Απριλίου, στο Λουξεμβούργο, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αλλά ανέβαλαν την απόφασή τους για την ΠΓΔΜ λόγω της αντίθεσης της χώρας μας στη χρήση της λέξης Μακεδονία. Την επόμενη ημέρα οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Σλοβενία, την Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αμέσως ξέσπασαν συγκρούσεις και σε αυτή τη δημοκρατία, όπου οι ένοπλοι Σέρβοι επιτέθηκαν κατά των δυνάμεων των μουσουλμάνων και των Κροατών. Από τα μέσα Απριλίου οι Σέρβοι πολιορκούσαν στενά και βομβάρδιζαν το Σαράγιεβο. Οι συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός διαδέχονταν η μία την άλλη, αλλά οι φονικές συγκρούσεις μαίνονταν. Στις 27 Απριλίου η Σερβία και το Μαυροβούνιο ανακήρυξαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γ. Ήταν η τρίτη ή μικρή Γ., την οποία όμως η διεθνής κοινότητα δεν αναγνώριζε πλέον.
Το καλοκαίρι του 1992 ο πόλεμος έλαβε διαστάσεις και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στις αρχές Ιουνίου ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ επέκρινε τόσο τις σερβικές και ομοσπονδιακές δυνάμεις όσο και τις κροατικές. Στο μεταξύ, στις 31 Μαΐου στις εκλογές της νέας Γ. το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μιλόσεβιτς κέρδισε 73 έδρες σε σύνολο 138. Στις 8 Ιουνίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε ομόφωνα την απόφαση 758 για την αποστολή 1.000 Κυανοκράνων για την προστασία του αεροδρομίου του Σαράγιεβο, ώστε να μεταφερθεί ανθρωπιστική βοήθεια. Ο Σέρβος συγγραφέας Ντόμπριτσα Τσόσιτς έγινε πρόεδρος της νέας Γ. Τον Ιούλιο ανέλαβε πρωθυπουργός της Γ. ο σερβοαμερικανός Μίλαν Πάνιτς, που εξέπληξε με τις ρεαλιστικές δηλώσεις του και τις προσπάθειές του για αποτροπή ενδεχόμενης δυτικής ή διεθνούς στρατιωτικής επέμβασης στην περιοχή. Στα μέσα του 1992 ο ΟΗΕ διέγραψε τη μικρή Γ. από τα μέλη του.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1992, μετά την απόφαση 757 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις κατά της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, είχαν αρχίσει οι συζητήσεις για ανάληψη στρατιωτικής δράσης από το ΝΑΤΟ ή τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ). Το μεγάλο ζήτημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν εξαρχής οι μεγάλες δυνάμεις και οι διεθνείς οργανισμοί ήταν αν τα κράτη, τα οποία προέκυπταν το ένα μετά το άλλο από τη διάλυση της Γ., θα διατηρούσαν στην ανεξάρτητη πορεία τους τα σύνορα που είχαν χαραχθεί παλαιότερα ως εσωτερικά σύνορα μεταξύ των έξι δημοκρατιών της Ομοσπονδιακής Γ. ή αν με τη βία των όπλων θα διαμορφώνονταν νέα σύνορα. Ήδη από τότε η ΕΕ, ο ΟΗΕ, αλλά και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις έκριναν ότι η πιο φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν η αναγνώριση των κρατών που προέκυπταν από την ενιαία Γ. με τα σύνορα που είχαν ως ομόσπονδες δημοκρατίες. Η αλλαγή των συνόρων, όμως, στο εσωτερικό της Γ. δεν έγινε ούτε με ειρηνικό τρόπο ούτε με διπλωματικές διαπραγματεύσεις, αλλά με την πολιτική των εθνικών εκκαθαρίσεων, δηλαδή της εκδίωξης των πληθυσμών από τις πατρογονικές τους εστίες και τις εκτεταμένες σφαγές.
Το 1993 εξελέγη ομοσπονδιακός πρόεδρος ο Ζόραν Λίλιτς. Οι ειρηνευτικές προσπάθειες συνεχίστηκαν στη διάρκεια του 1993 και του 1994, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1995 –έπειτα από νέες πολύνεκρες συγκρούσεις– ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του ειρηνοποιού πιέζοντας τους Σερβοβόσνιους ηγέτες. Ο Μιλόσεβιτς θεωρήθηκε τότε ο μόνος αξιόπιστος συνομιλητής στη Δύση και ο ίδιος, συνειδητοποιώντας ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί, ανέλαβε μία συντονισμένη προσπάθεια για την εξεύρεση λύσης, με άσκηση πίεσης προς την πλευρά των Σέρβων της Βοσνίας για την απομόνωση των σκληροπυρηνικών ηγετών τους. Το 1994, ορισμένες χώρες ήραν το εμπάργκο κατά της Γ., ενώ η υπογραφή της συμφωνίας Ντέιτον δημιούργησε στις αρχές του 1996 τις προϋποθέσεις για την οριστική άρση του εμπάργκο κατά της Γ.
Το 1997-98 επιδεινώθηκε δραματικά η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο και η διεθνής κοινότητα τάχθηκε ανεπιφύλακτα εναντίον του Μιλόσεβιτς και υπέρ του αλβανικού αποσχιστικού κινήματος. Η κατάσταση οδήγησε στον ακήρυκτο πόλεμο του 1999, στους βομβαρδισμούς δηλαδή της χώρας, οι οποίοι τελικά υποχρέωσαν την κυβέρνηση του Βελιγραδίου να αποσύρει τα στρατεύματά της από την περιοχή.
Τον Ιούνιο του 2000 ο Μιλόσεβιτς εισήγαγε τροποποίηση στο σύνταγμα με την οποία εξασφαλιζόταν η απευθείας εκλογή του προέδρου από τον λαό. Στις εκλογές που έγιναν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, κέρδισε την πλειοψηφία ο συνασπισμός της Δημοκρατικής Αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του Βόζισλαβ Κοστούνιτσα, αλλά ο Μιλόσεβιτς αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία. Τελικά, ύστερα από επανειλημμένες γενικές απεργίες και διαδηλώσεις στους δρόμους του Βελιγραδίου, καθώς και με την αλλαγή πολιτικής των άλλοτε υποστηρικτών του Μιλόσεβιτς, σοσιαλιστών του Μαυροβουνίου, ο Κοστούνιτσα ανέλαβε τα ηνία της χώρας. Ως ανταπόδοση στις εξελίξεις αυτές, η ΕΕ ήρε τα μέτρα οικονομικού αποκλεισμού της Γ. ενώ τον Νοέμβριο ο ΟΗΕ, έπειτα από οκτώ χρόνια, ξαναδέχτηκε τη χώρα στους κόλπους του.
Τον Μάρτιο του 2002 οι Μαυροβούνιοι και Σέρβοι ηγέτες υπέγραψαν από κοινού συμφωνία, με τη μεσολάβηση του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ Χαβιέ Σολάνα, σύμφωνα με την οποία προβλεπόταν η αντικατάσταση της Γ. από ένα νέο κράτος που θα είχε την ονομασία Σερβία και Μαυροβούνιο.
Νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2001, οι αρχές της Γ. προχώρησαν στη σύλληψη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και στην παράδοσή του στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το τελευταίο του απήγγειλε τις κατηγορίες των εθνικών εκκαθαρίσεων στην Κροατία και της γενοκτονίας εις βάρος των αλβανοφώνων του Κοσσυφοπεδίου. Ο Μιλόσεβιτς αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και αμφισβήτησε τη νομιμότητα της διαδικασίας. Τον Νοέμβριο του 2001 έγιναν εκλογές στο Κοσσυφοπέδιο τις οποίες κέρδισε η Δημοκρατική Ένωση του Κοσόβου υπό τον Ιμπραΐμ Ρουγκόβα. Πρωθυπουργός εξελέγη ο Μπαϊράμ Ρεχτζέπι.
Η δίκη του Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο, και η αμφισβητούμενη νομιμότητά της, τα ανοιχτά θέματα του Κοσσυφοπεδίου, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της ΠΓΔΜ, δεν αποτελούν τους καλύτερους οιωνούς για το μέλλον τόσο της χώρας όσο και της ευρύτερης περιοχής στον 21ο αι.Η σερβική λογοτεχνία έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μεταξύ του 10ου και του 15ου αι., η πολιτική σταθερότητα στη Σερβία επέτρεψε στη λογοτεχνία να απαλλαγεί από τα θρησκευτικά θέματα και να ανακαλύψει τη δική της προσωπικότητα. Εκτεταμένη υπήρξε η παραγωγή βιογραφικού χαρακτήρα, η οποία εξαπλώθηκε σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο από τα μοναστήρια του Νότου. Δεν έλειψαν έργα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας, όπως ο Κώδικας του τσάρου Ντούσαν (1349-54) και το Ερωτικό τραγούδι, που γράφτηκε από τον Μοραβό βασιλιά Στέφαν Λαζάρεβιτς (1389-1427). Μετά την τουρκική κατάληψη (1459) η Σερβία υποχώρησε υπό το βάρος της ήττας: η πολιτιστική δραστηριότητά της θα ξαναγεννηθεί πια μονάχα τον 18ο αι. Το 1690 μία μαζική έξοδος στην Ουγγαρία και στη Βοϊβοντίνα ολοκλήρωσε τη διαδικασία της μετανάστευσης που είχε αρχίσει ήδη από τον 15ο αι.· στο μέρος αυτό, και όχι στη γη τους, οι Σέρβοι θα θέσουν τις προϋποθέσεις για την αναγέννηση μιας εθνικής πολιτιστικής δραστηριότητας. Στη Βιέννη, υπό τη βασιλεία του Ιωσήφ Β’, προστάτη του αγώνα εναντίων την Τούρκων, έγιναν οι πρώτες δημοσιεύσεις σε σερβική γλώσσα και, παράλληλα, η έντονη παιδαγωγική δραστηριότητα των φωτισμένων λογίων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Ντοσιτέι Ομπράντοβιτς (1739-1811, Ζωή και περιπέτειες, Ποίηση για τους επαναστατημένους Σέρβους).
Η διαμάχη που ξεκίνησε τον 19ο αι. ανάμεσα στους οπαδούς του Διαφωτισμού, υπέρμαχους της γερμανικής γλώσσας, και στους πρώτους ρομαντικούς, τερματίστηκε με τη λογοτεχνική εδραίωση του ρομαντισμού, προπάντων χάρη στην ουσιαστική συμβολή του Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς (1787-1864). Στον Κάρατζιτς, πράγματι, οφείλεται, εκτός από την ανακάλυψη των θησαυρών της λαϊκής ποίησης, η μεταρρύθμιση της γραμματικής και της λογοτεχνικής γλώσσας. Στους ρομαντικούς συμπεριλαμβάνεται και ο Πέταρ Πέτροβιτς Νιέγκος (1813-1851) με κυριότερο έργο του Το στεφάνι του βουνού, καθώς και ο Μπράνκο Ραντίτσεβιτς (1824-1853). Η καταστολή των επαναστατικών κινημάτων του 1848 προκάλεσε, μεταξύ άλλων ζυμώσεων, τη γέννηση της Νέας Σερβίας, πολιτικής και πνευματικής οργάνωσης, που συνετέλεσε με αποφασιστικό τρόπο στον ιδεολογικό σχηματισμό των συγγραφέων της δεύτερης ρομαντικής γενιάς. Μεταξύ αυτών, μαζί με τον Γιόβαν Γιοβάνοβιτς (1833-1904) και τον Γκιούρα Γιάκσιτς (1832-1878), ξεχωρίζει το ταλέντο του ποιητή και πεζογράφου Λάζα Κόστιτς (1841-1910), που άνοιξε με τα Ποιήματά του (1909) νέες προοπτικές στη λογοτεχνική καλαισθησία της Σερβίας. Ο καταστρεπτικός σερβοβουλγαρικός πόλεμος (1885) έσβησε την τελευταία ρομαντική ηχώ, ενώ ο ρεαλισμός, τον οποίο προώθησε και διαμόρφωσε θεωρητικά ο Σβέτοζαρ Μάρκοβιτς (1846-1875) με το έργο του Ο τρόπος του να γράφει κανείς ποιήματα και να σκέφτεται, στρέφει τη λογοτεχνική παραγωγή προς μεγάλες θεματικές του θετικισμού και του σοσιαλισμού. Το σερβικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα με κοινωνικό περιεχόμενο αναπτύσσεται με τον Γιάκοβ Ιγκνιάτοβιτς (1824-1889), τον Μίλοβαν Γκλίσιτς (1847-1908) και τον Σίμο Ματάβουλι (1852-1908). Μετά το 1903, χάρη σε ένα ευνοϊκό πολιτικό κλίμα για την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση, στη Σερβία πολυάριθμοι συγγραφείς προσχωρούν στο ρεύμα του μοντερνισμού, που ελευθερώνει αποφασιστικά τη λογοτεχνία από παλαιορομαντικά και ρεαλιστικά θέματα. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ενταχθούν τα λυρικά ποιήματα του Γιόβαν Ντούτσιτς (1871-1943) και η ισχυρή ανανεωτική ποίηση του Μίλαν Ράκιτς (1876-1938). Η περίοδος του μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από έναν πλούσιο ποιητικό πειραματισμό. Ρομαντικές απηχήσεις παρατηρούνται στο έργο του Μίλος Κρνιάνσκι και του Γιόσιπ Μίλιτσιτς (1886-1944), ενώ στην ποίηση του υπερρεαλισμού προσχωρούν ο Ράτσκο Πέτροβιτς (1898-1949), ο Αλεξάντερ Βούτσο (Οι αρχές ή Θυμάμαι ακόμα), ο Ράντε Ντράινατς (1899-1943, Ληστής και ποιητής) και ο Μίλαν Ντέντινατς (1902-1966). Η αφήγηση, αντίθετα, δεν πλουτίζεται με αξιόλογα ονόματα, με εξαίρεση τον Μπράνιμιρ Κόσιτς (1903-1934, Το θερισμένο χωράφι) και τον Ίβο Άντριτς (1892-1975), συγγραφέα του πασίγνωστου μυθιστορήματος Η γέφυρα του Ντρίνα και βραβευμένο με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1961.
Το κίνημα εθνικής απελευθέρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επέδρασε βαθιά στον λογοτεχνικό κόσμο της Σερβίας· τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα κυριάρχησαν εκείνη την περίοδο, αλλά ήδη από τη δεκαετία του 1950 υποχωρούν και υποκαθίστανται από μία τάση όπου κυριαρχεί το υποκειμενικό και το προσωπικό στοιχείο. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της σύγχρονης σερβικής λογοτεχνίας είναι οι Μ. Τζούρτζεβιτς, Β. Πόπα, Μ. Πάβλοβιτς και Ζ. Χρίστιτς.
Η λογοτεχνία του Κοσσυφοπεδίου. Η αλβανόφωνη περιοχή εκτείνεται πέρα από τα πολιτικά όρια της σύγχρονης Αλβανίας, περιλαμβάνοντας μία μεγάλη ζώνη της Σερβίας όπου ζουν περίπου 2 εκατ. Αλβανοί, την αυτόνομη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Παρά το γεγονός ότι οι Αλβανοί, οι οποίοι ζουν εντός των συνόρων της Σερβίας, υφίστανται κατά περιόδους διώξεις, αναπτύχθηκε μία γόνιμη λογοτεχνία, που αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Απόδειξη αυτού αποτελούν προγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Π. Μπογκντάνι, το έργο του οποίου, Cuneus prophetarum, αντιπροσωπεύει το πρώτο σημαντικό έργο της αλβανικής λογοτεχνίας· επίσης, ο Γ. Καζάζι (1702-1752) και Ν. Μπίτιτσι (1848-1917), με έργα που διαπνέονται από ισχυρό πατριωτικό αίσθημα, το οποίο στρέφεται εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, που οδήγησε το 1912 στην ανεξαρτησία της Αλβανίας, το Κοσσυφοπέδιο διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, ήδη από το 1878, με την ίδρυση της Lega di Ρrizren, προπυργίου της αντίστασης κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συγγραφείς και διανοούμενοι, όπως οι Χ. Πρίστινα, Ι. Μπολετίνι, Μ. Κούρι και Σ. Γκζέτσοφ, οι οποίοι οργάνωσαν την αντίσταση σε ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο, είχαν ταυτόχρονα σημαντική πολιτιστική συνεισφορά, πληρώνοντας συχνά με τη ζωή τους την αγωνιστική τους δράση.
Όμως, η πραγματική ανάπτυξη της λογοτεχνίας επήλθε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Εκδόθηκαν επιθεωρήσεις (Jeta e re, Rilindja), ενώ το πανεπιστήμιο της Πρίστινα –πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου– έγινε το κέντρο της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ο δημιουργικός ενθουσιασμός δεν οδήγησε όμως μέχρι και σήμερα στη συγκρότηση ενός ζωντανού πολιτιστικού χώρου.
Η ποίηση σε πρώτη φάση εκφράζει τις ελπίδες του αλβανικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου. Από αυτήν την άποψη, πρόκειται για πλούσια ποίηση, με κοινωνική θεματική που αφουγκράζεται τη φωνή της ιστορίας και της παράδοσης, στην οποία το παρελθόν και το παρόν είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς είναι οι Ε. Μέκουλι, Ε. Γκζερκέκου και Ν. Μεχμέτι. Δεν λείπουν, πάντως, οι ποιητές που εκφράζουν προσωπικές και ερμητικές εμπειρίες, οι οποίες εμπεριέχουν μία ακατάπαυστη προσπάθεια έρευνας στη γλώσσα. Ο ερμητισμός ήταν μία τάση της ιταλικής ποίησης στη δεκαετία του 1930, η οποία –εκλαμβάνοντας τη λογοτεχνία ως απόλυτο και την ποίηση ως ενστικτώδη αναζήτηση του απολύτου– εκφράστηκε με έντονα αναλογική γλώσσα, που διακρίνεται για τον υπαινικτικό της χαρακτήρα, τον ρυθμό, την πυκνότητά και, μερικές φορές, τη σκοτεινή της διατύπωση. Κύριοι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού είναι οι Μ. Κερβεσί, Φ. Γκούνγκα και Α. Σκρέλι. Η επόμενη γενιά ανανεώνει το περιεχόμενο της ποίησης, θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της τον άνθρωπο στην καθημερινή του απομόνωση. Έτσι, σε συγγραφείς όπως οι Ρ. Ντένταζ, Α. Πόντριμζα, Μ. Μούσλιου, Σ. Χάμιτι, η ποίηση γίνεται η φωνή της συνείδησης και το σύμβολο του εύθραυστου χαρακτήρα της.
Η πεζογραφία έχει, ως προς το περιεχόμενο, ανάλογη ανάπτυξη με αυτήν της ποίησης. Οι συγγραφείς της πρώτης γενιάς, μεταξύ των οποίων θα πρέπει να αναφερθεί ο Σ. Χαζάνι, ασχολούνται με κοινωνικά θέματα. Το άνοιγμα σε νέες θεματικές σημαίνει για τους συγγραφείς του Κοσσυφοπεδίου μία ισχυρή τάση προς την αφαίρεση, σε μία συνειδητή προσπάθεια να μη χάσουν την επαφή με την πραγματικότητα. Από την τάση αυτή προκύπτει η σημασία που αποδίδεται από ορισμένους συγγραφείς, όπως οι Ι. Σουλεϊμανί και Ρ. Κελμεντί, στα μικρά καθημερινά γεγονότα, τους απλούς ανθρώπους και την ψυχολογία τους, καθώς και το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνουν για το συχνά θλιβερό περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωές τους. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στον Α. Πάσκου, τόσο για τη χρήση της γκεκικής διαλέκτου σε μορφές πιο επεξεργασμένες όσο και για τη βαθιά ανάλυση των ψυχολογικών αποτελεσμάτων που έχουν οι ανθρώπινες εμπειρίες, παρουσιάζοντας εσωτερικές καταστάσεις που τοποθετούνται στα όρια της κοινωνικής αποδιάρθρωσης.Η πλούσια προϊστορία της περιοχής. Τα σπουδαιότερα κέντρα του δουναβικού νεολιθικού πολιτισμού είναι η Μπούτμιρ στη Βοσνία με κεραμική ελικόμορφων διακοσμήσεων και ειδώλια, η Βίντσα με διάφορες φάσεις στη Σερβία και η Στάρτσεβο, που παρουσιάζει μία κεραμική με γεωμετρικές διακοσμήσεις. Με την πρώτη εποχή του σιδήρου αναπτύχθηκε στη Βοσνία, ιδιαίτερα στο υψίπεδο του Γκλάσινατς, ένας ισχυρός πολιτισμός που επεκτάθηκε μέχρι την Αδριατική. Οι εθνικές αναλογίες ανάμεσα στους αρχαίους πληθυσμούς της νότιας Ιταλίας και κατά ένα μέρος της κεντρικής, και σε εκείνους της απέναντι ακτής, εξηγούνται από τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους λαούς. Οι Ιλλυριοί, που ήρθαν από το βορρά, εγκαταστάθηκαν μετά το 1000 π.Χ. στο θρακικό έδαφος, αναπτύσσοντας την κοινωνία τους υπό μορφή φυλών και ύστερα τα κράτη τους με μία ανεπτυγμένη βιομηχανία ορειχάλκου και σιδήρου.
Στη δυτική μακεδονική ζώνη οι νεκροπόλεις της Τρεμπενίστε και της Ραντοβίστε (κοντά στη λίμνη Οχρίδα), του τέλους του 5ου αι. π.Χ., αποκάλυψαν έναν τεράστιο ορειχάλκινο κρατήρα διακοσμημένο με μορφές ιππέων, σχεδόν στρογγυλό, ορειχάλκινα κράνη με χρυσή διακόσμηση, αρχαϊκά ελληνικά κεραμικά, χρυσά προσωπεία (στο μουσείο του Βελιγραδίου), στα οποία υπάρχει ακόμα υστερομυκηναϊκή επίδραση, αν και ο εξοπλισμός είναι εμπνευσμένος ιδιαίτερα από την κορινθιακή τέχνη (όπως τα κράνη του Γκλάσινατς), ενώ οι καρφίτσες και τα βραχιόλια αποτελούν δείγμα ιλλυρικής κατασκευής και ιθαγενούς καλαισθησίας.
Αντίθετα, στα δυτικά είναι ο ετρουσκικός και ο ενετικός πολιτισμός που ασκούν την επίδρασή τους, προπάντων στην τέχνη της υδρίας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η υδρία της Βάτσε (Εθνικό Μουσείο Λουμπλιάνα). Η ελληνική τέχνη διείσδυσε στον ιλλυρικό κόσμο και έφτασε πέρα από την Τρεμπενίστε. Ένα μπρούντζινο γυμνό –ίσως η λαβή ενός καθρέφτη– που βρέθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη ελληνικής τέχνης στα Βαλκάνια. Κράνη και κεραμικές με την πιο αρχέγονη διακόσμηση καθώς και ένα μπρούντζινο σπαθί από την Μπένκοβατς αποδεικνύουν ότι οι Ιλλυριοί διατηρούσαν το συντηρητικό αυτό γούστο ακόμα και μερικούς αιώνες αργότερα. Άμεσες αναμνήσεις αρχαϊκών μοτίβων της Τρεμπενίστε βρίσκονται σε μερικές μορφές χρυσοχοΐας του μικρού θησαυρού της Μπέλα Ρέκα (3ος αι. π.Χ.). Η χρυσοχοΐα βρήκε έναν δρόμο εξάπλωσης μέχρι τον Δούναβη (χρυσό περιδέραιο με φοινικόφυλλα του 5ου αι. π.Χ.).
Η τέχνη στην Σερβία. Η πιο σημαντική περίοδος της σερβικής τέχνης είναι η μεσαιωνική, που συμπίπτει με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του κράτους. Η σερβική μεσαιωνική τέχνη είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική, δεν είναι μία τέχνη πόλεων, αλλά μοναστηριών. Στην αρχιτεκτονική διατηρείται η ρομανική βασιλική (Στόβοι) ταυτόχρονα με τη διάδοση της χρήσης υποστυλωμάτων με βαριά τόξα και κλειστό χώρο, σύμφωνα με τις βυζαντινές αρχές (Μπίτολα). Τον 9ο και 10ο αι. επικρατεί το κεντρικό σχέδιο που φανερώνει βυζαντινές επιδράσεις, αν και με αυτόνομες διαφοροποιήσεις στις επιμέρους περιοχές. Στη Ράσκα επικρατεί ο απλός τύπος του ναού με έναν νάρθηκα και τρούλο, σε διάφορες παραλλαγές (ναοί της Πολίμλιε, της Κουρσούμλιγια και της Νεμάνια στη Στουντένιτσα). Τα οικοδομήματα αυτά, αν και διατηρούν τη διάταξη του εσωτερικού χώρου σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα, στο εξωτερικό μιμούνται τα παραδείγματα της ρομανικής τέχνης που είχε εισδύσει μέσω της Δαλματίας, όχι μόνο στη διακόσμηση αλλά και στις κινήσεις των όγκων και τις διαστάσεις (ναός της Ζίτσα, 1207-19 και περίπλοκες μορφές στη Στουντένιτσα και στο Σοποτσάνι, 1272-76). Πρωτοτυπία αποτελεί ο ναός Βίσοκι Ντετσάνι (1327-35) της Σερβίας, με μορφή τριών βασιλικών ενωμένων που σταδιακά υψώνονται μέχρι το ακραίο τμήμα του τρούλου. Στην αρχιτεκτονική της νότιας Σερβίας, που είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τον βυζαντινό κόσμο, επικρατεί με μερικές παραλλαγές το σταυρωτό σχήμα: τυπικοί είναι οι ναοί της Στάρο Ναγκοριτσίνο (1313-21) και της Γκρατσάνιτσα (πριν από το 1321), στους οποίους όμως παρατηρείται η τάση επιμήκυνσης του σταυρού του σχεδίου, για να επιτευχθεί η εντύπωση του μήκους.
Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τους ναούς που βρίσκονται βορειότερα στην κοιλάδα του Μοράβα, όπου μεταφέρθηκε το σερβικό κράτος κατά τα τελευταία χρόνια της ανεξαρτησίας. Στον Μοράβα συμβάλλουν οι δύο παραδόσεις της Ράσκα (ναός με ένα νάρθηκα) και της Σερβίας (επιμήκης σταυρός) όπου δεν απουσιάζουν ελληνικά και βουλγαρικά στοιχεία. Αλλά η καθαρή ζωηρότητα των επιφανειών είναι ρομανικής και γοτθικής έμπνευσης (μονή της Μανασίγια, 1406-18).
Η σερβική ζωγραφική παρέμεινε απομονωμένη μεταξύ του 1320 (μετά τον θάνατο του Μίλουτιν) και του 1380 εξαιτίας της διακοπής των σχέσεων ανάμεσα στη Σερβία και στην Κωνσταντινούπολη (με τη συμφιλίωση του 1375 δημιουργούνται ξανά καλλιτεχνικές σχέσεις, ιδιαίτερα με το Άγιον Όρος). Το κενό συμπληρώθηκε από τους μάστορες της Μακεδονίας και της Αδριατικής. Αριστούργημά τους υπήρξε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στην Τρέσκα (1389).
Προχωρώντας προς τα βόρεια της κοιλάδας του Μοράβα, η σερβική τέχνη εμφανίζεται μεταφυτευμένη σε ένα ξένο γι’ αυτήν περιβάλλον. Πέρασε έτσι από το στιλ της Γρκατσανίτσα στο στιλ της Ροβανίτσα. Ενώ η Σερβία αγωνιζόταν εναντίον των Τούρκων, οι ναοί διακοσμούνταν πλούσια: Λιουμποστίνια, Κάλενιτς, Ρουντένιτσα. Η Ρεσάβα (ή Μονασίγια) είναι η τελευταία μεγάλη εκκλησία με μεσαιωνική σερβική αρχιτεκτονική (1406-18).
Η δυτική επίδραση στη σύγχρονη τέχνη. Γύρω στα μέσα του 19ου, αλλά κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι., εμφανίστηκαν καινούργιες τάσεις σε εθνικό επίπεδο. Η καλλιτεχνική ζωή βασίστηκε στα τρία πατροπαράδοτα κέντρα της πρώην Γ., του Βελιγραδίου, του Ζάγκρεμπ και της Λουμπλιάνα όπου, προπάντων στον τομέα της ζωγραφικής, βρήκαν μεγάλη απήχηση τα δυτικά καλλιτεχνικά κινήματα. Στη γλυπτική κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Δαλματού Ιβάν Μέστροβιτς, ο οποίος επηρέασε τη σχολή του Ζάγκρεμπ και ολόκληρη τη Γ. στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Στις διάφορες τάσεις της σύγχρονης τέχνης (εξπρεσιονιστική, σουρεαλιστική και αφηρημένη), η Γ. διαδραμάτισε ενεργό ρόλο με μία πρωτοτυπία και ζωτικότητα που μονάχα η Πολωνία παρουσίασε ανάμεσα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Καλλιτέχνες όπως ο Πέταρ Λουμπάρντα και ο Ντουσάν Τζαμόνια έλκονταν από τη μελέτη των εικαστικών προβλημάτων της καθαρής μορφής. Εξαιρετικά πλαστική ευαισθησία πλημμυρίζει τα έργα του Μπάκιτς Βογίν. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς σε διεθνές επίπεδο υπήρξαν ο χαράκτης Ρίκο Ντέμπενιακ και ο Ότον Γκλίχα, ο οποίος υποστήριξε τις σύγχρονες έρευνες αντίληψης της ύλης σε σχέση με τον χώρο. Τα ρεύματα που προοιώνιζαν την επιστροφή σε μία νέα εικαστική αντίληψη ακολούθησαν ο Μάριι Πρέγκελι, ο Βελίτσκοβιτς, ο Γκάμπριγελ Στούπιτσα και ο Χεγκέντουσιτς. Συνδεδεμένος με εμπειρίες ανάμεσα σε ποπ και οπ αρτ ήταν ο Ραντομίρ Ντάμνιαν Νταμνιάνοβιτς, ενώ ο γλύπτης Σλάβκο Τίχετς επεξεργαζόταν τα υλικά του σε δυναμικό-διαστημικό μέτρο. Στο Ζάγκρεμπ ήταν εδραιωμένο το κίνημα που έμεινε γνωστό ως Νόβα Τεντέντσιγια (Νέα Τάση) με μερικούς από τους πιο νέους δημιουργούς που ασχολήθηκαν με τις έρευνες για τα προβλήματα της οπτικής αντίληψης: Μ. Μπασίτσεβιτς, Μ. Κάνκοβιτς, Ι. Τσίζμεκ, Γ. Ντόμπροβιτς, Φ. Όρεμπιτς, Ι. Πίτσελι, Β. Ρίχτερ, Ρ. Σούπεκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γιουγκοσλαβική σχολή τέχνης ναΐφ που εδραιώθηκε γύρω στο 1950: αυτή περιέλαβε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Ι. Γκενέραλις, από το χωριό Χλέμπινε, ο Γ. Μπράσιτς, από το χωριό Όπαριτς, κ.ά.
Το 1970 προσχώρησαν σε κονσεπτουαλιστικά κινήματα, όπως η φτωχή τέχνη, η μπόντι αρτ και η λαντ αρτ, η ομάδα ΟΗΟ της Λουμπλιάνα (Τόμαζ Σάλαμουν, Μάρκο Πόγκατσνικ, Μιλένκο Ματάνοβιτς), η ομάδα Ε-Κod της Νόβι Σαντ (Μίρκο Ραοντίιτσιτς, Βλαντιμίρ Κόπιτς και Πέντα Βρανέσεβιτς) καθώς και μερικοί μεμονωμένοι καλλιτέχνες όπως η Μαρίνα Αβράμοβιτς και ο Ζόραν Πόποβιτς.Η πλούσια προϊστορία της περιοχής. Τα σπουδαιότερα κέντρα του δουναβικού νεολιθικού πολιτισμού είναι η Μπούτμιρ στη Βοσνία με κεραμική ελικόμορφων διακοσμήσεων και ειδώλια, η Βίντσα με διάφορες φάσεις στη Σερβία και η Στάρτσεβο, που παρουσιάζει μία κεραμική με γεωμετρικές διακοσμήσεις. Με την πρώτη εποχή του σιδήρου αναπτύχθηκε στη Βοσνία, ιδιαίτερα στο υψίπεδο του Γκλάσινατς, ένας ισχυρός πολιτισμός που επεκτάθηκε μέχρι την Αδριατική. Οι εθνικές αναλογίες ανάμεσα στους αρχαίους πληθυσμούς της νότιας Ιταλίας και κατά ένα μέρος της κεντρικής, και σε εκείνους της απέναντι ακτής, εξηγούνται από τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους λαούς. Οι Ιλλυριοί, που ήρθαν από το βορρά, εγκαταστάθηκαν μετά το 1000 π.Χ. στο θρακικό έδαφος, αναπτύσσοντας την κοινωνία τους υπό μορφή φυλών και ύστερα τα κράτη τους με μία ανεπτυγμένη βιομηχανία ορειχάλκου και σιδήρου.
Στη δυτική μακεδονική ζώνη οι νεκροπόλεις της Τρεμπενίστε και της Ραντοβίστε (κοντά στη λίμνη Οχρίδα), του τέλους του 5ου αι. π.Χ., αποκάλυψαν έναν τεράστιο ορειχάλκινο κρατήρα διακοσμημένο με μορφές ιππέων, σχεδόν στρογγυλό, ορειχάλκινα κράνη με χρυσή διακόσμηση, αρχαϊκά ελληνικά κεραμικά, χρυσά προσωπεία (στο μουσείο του Βελιγραδίου), στα οποία υπάρχει ακόμα υστερομυκηναϊκή επίδραση, αν και ο εξοπλισμός είναι εμπνευσμένος ιδιαίτερα από την κορινθιακή τέχνη (όπως τα κράνη του Γκλάσινατς), ενώ οι καρφίτσες και τα βραχιόλια αποτελούν δείγμα ιλλυρικής κατασκευής και ιθαγενούς καλαισθησίας.
Αντίθετα, στα δυτικά είναι ο ετρουσκικός και ο ενετικός πολιτισμός που ασκούν την επίδρασή τους, προπάντων στην τέχνη της υδρίας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η υδρία της Βάτσε (Εθνικό Μουσείο Λουμπλιάνα). Η ελληνική τέχνη διείσδυσε στον ιλλυρικό κόσμο και έφτασε πέρα από την Τρεμπενίστε. Ένα μπρούντζινο γυμνό –ίσως η λαβή ενός καθρέφτη– που βρέθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη ελληνικής τέχνης στα Βαλκάνια. Κράνη και κεραμικές με την πιο αρχέγονη διακόσμηση καθώς και ένα μπρούντζινο σπαθί από την Μπένκοβατς αποδεικνύουν ότι οι Ιλλυριοί διατηρούσαν το συντηρητικό αυτό γούστο ακόμα και μερικούς αιώνες αργότερα. Άμεσες αναμνήσεις αρχαϊκών μοτίβων της Τρεμπενίστε βρίσκονται σε μερικές μορφές χρυσοχοΐας του μικρού θησαυρού της Μπέλα Ρέκα (3ος αι. π.Χ.). Η χρυσοχοΐα βρήκε έναν δρόμο εξάπλωσης μέχρι τον Δούναβη (χρυσό περιδέραιο με φοινικόφυλλα του 5ου αι. π.Χ.).
Η τέχνη στην Σερβία. Η πιο σημαντική περίοδος της σερβικής τέχνης είναι η μεσαιωνική, που συμπίπτει με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του κράτους. Η σερβική μεσαιωνική τέχνη είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική, δεν είναι μία τέχνη πόλεων, αλλά μοναστηριών. Στην αρχιτεκτονική διατηρείται η ρομανική βασιλική (Στόβοι) ταυτόχρονα με τη διάδοση της χρήσης υποστυλωμάτων με βαριά τόξα και κλειστό χώρο, σύμφωνα με τις βυζαντινές αρχές (Μπίτολα). Τον 9ο και 10ο αι. επικρατεί το κεντρικό σχέδιο που φανερώνει βυζαντινές επιδράσεις, αν και με αυτόνομες διαφοροποιήσεις στις επιμέρους περιοχές. Στη Ράσκα επικρατεί ο απλός τύπος του ναού με έναν νάρθηκα και τρούλο, σε διάφορες παραλλαγές (ναοί της Πολίμλιε, της Κουρσούμλιγια και της Νεμάνια στη Στουντένιτσα). Τα οικοδομήματα αυτά, αν και διατηρούν τη διάταξη του εσωτερικού χώρου σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα, στο εξωτερικό μιμούνται τα παραδείγματα της ρομανικής τέχνης που είχε εισδύσει μέσω της Δαλματίας, όχι μόνο στη διακόσμηση αλλά και στις κινήσεις των όγκων και τις διαστάσεις (ναός της Ζίτσα, 1207-19 και περίπλοκες μορφές στη Στουντένιτσα και στο Σοποτσάνι, 1272-76). Πρωτοτυπία αποτελεί ο ναός Βίσοκι Ντετσάνι (1327-35) της Σερβίας, με μορφή τριών βασιλικών ενωμένων που σταδιακά υψώνονται μέχρι το ακραίο τμήμα του τρούλου. Στην αρχιτεκτονική της νότιας Σερβίας, που είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τον βυζαντινό κόσμο, επικρατεί με μερικές παραλλαγές το σταυρωτό σχήμα: τυπικοί είναι οι ναοί της Στάρο Ναγκοριτσίνο (1313-21) και της Γκρατσάνιτσα (πριν από το 1321), στους οποίους όμως παρατηρείται η τάση επιμήκυνσης του σταυρού του σχεδίου, για να επιτευχθεί η εντύπωση του μήκους.
Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τους ναούς που βρίσκονται βορειότερα στην κοιλάδα του Μοράβα, όπου μεταφέρθηκε το σερβικό κράτος κατά τα τελευταία χρόνια της ανεξαρτησίας. Στον Μοράβα συμβάλλουν οι δύο παραδόσεις της Ράσκα (ναός με ένα νάρθηκα) και της Σερβίας (επιμήκης σταυρός) όπου δεν απουσιάζουν ελληνικά και βουλγαρικά στοιχεία. Αλλά η καθαρή ζωηρότητα των επιφανειών είναι ρομανικής και γοτθικής έμπνευσης (μονή της Μανασίγια, 1406-18).
Η σερβική ζωγραφική παρέμεινε απομονωμένη μεταξύ του 1320 (μετά τον θάνατο του Μίλουτιν) και του 1380 εξαιτίας της διακοπής των σχέσεων ανάμεσα στη Σερβία και στην Κωνσταντινούπολη (με τη συμφιλίωση του 1375 δημιουργούνται ξανά καλλιτεχνικές σχέσεις, ιδιαίτερα με το Άγιον Όρος). Το κενό συμπληρώθηκε από τους μάστορες της Μακεδονίας και της Αδριατικής. Αριστούργημά τους υπήρξε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στην Τρέσκα (1389).
Προχωρώντας προς τα βόρεια της κοιλάδας του Μοράβα, η σερβική τέχνη εμφανίζεται μεταφυτευμένη σε ένα ξένο γι’ αυτήν περιβάλλον. Πέρασε έτσι από το στιλ της Γρκατσανίτσα στο στιλ της Ροβανίτσα. Ενώ η Σερβία αγωνιζόταν εναντίον των Τούρκων, οι ναοί διακοσμούνταν πλούσια: Λιουμποστίνια, Κάλενιτς, Ρουντένιτσα. Η Ρεσάβα (ή Μονασίγια) είναι η τελευταία μεγάλη εκκλησία με μεσαιωνική σερβική αρχιτεκτονική (1406-18).
Η δυτική επίδραση στη σύγχρονη τέχνη. Γύρω στα μέσα του 19ου, αλλά κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι., εμφανίστηκαν καινούργιες τάσεις σε εθνικό επίπεδο. Η καλλιτεχνική ζωή βασίστηκε στα τρία πατροπαράδοτα κέντρα της πρώην Γ., του Βελιγραδίου, του Ζάγκρεμπ και της Λουμπλιάνα όπου, προπάντων στον τομέα της ζωγραφικής, βρήκαν μεγάλη απήχηση τα δυτικά καλλιτεχνικά κινήματα. Στη γλυπτική κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Δαλματού Ιβάν Μέστροβιτς, ο οποίος επηρέασε τη σχολή του Ζάγκρεμπ και ολόκληρη τη Γ. στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Στις διάφορες τάσεις της σύγχρονης τέχνης (εξπρεσιονιστική, σουρεαλιστική και αφηρημένη), η Γ. διαδραμάτισε ενεργό ρόλο με μία πρωτοτυπία και ζωτικότητα που μονάχα η Πολωνία παρουσίασε ανάμεσα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Καλλιτέχνες όπως ο Πέταρ Λουμπάρντα και ο Ντουσάν Τζαμόνια έλκονταν από τη μελέτη των εικαστικών προβλημάτων της καθαρής μορφής. Εξαιρετικά πλαστική ευαισθησία πλημμυρίζει τα έργα του Μπάκιτς Βογίν. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς σε διεθνές επίπεδο υπήρξαν ο χαράκτης Ρίκο Ντέμπενιακ και ο Ότον Γκλίχα, ο οποίος υποστήριξε τις σύγχρονες έρευνες αντίληψης της ύλης σε σχέση με τον χώρο. Τα ρεύματα που προοιώνιζαν την επιστροφή σε μία νέα εικαστική αντίληψη ακολούθησαν ο Μάριι Πρέγκελι, ο Βελίτσκοβιτς, ο Γκάμπριγελ Στούπιτσα και ο Χεγκέντουσιτς. Συνδεδεμένος με εμπειρίες ανάμεσα σε ποπ και οπ αρτ ήταν ο Ραντομίρ Ντάμνιαν Νταμνιάνοβιτς, ενώ ο γλύπτης Σλάβκο Τίχετς επεξεργαζόταν τα υλικά του σε δυναμικό-διαστημικό μέτρο. Στο Ζάγκρεμπ ήταν εδραιωμένο το κίνημα που έμεινε γνωστό ως Νόβα Τεντέντσιγια (Νέα Τάση) με μερικούς από τους πιο νέους δημιουργούς που ασχολήθηκαν με τις έρευνες για τα προβλήματα της οπτικής αντίληψης: Μ. Μπασίτσεβιτς, Μ. Κάνκοβιτς, Ι. Τσίζμεκ, Γ. Ντόμπροβιτς, Φ. Όρεμπιτς, Ι. Πίτσελι, Β. Ρίχτερ, Ρ. Σούπεκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γιουγκοσλαβική σχολή τέχνης ναΐφ που εδραιώθηκε γύρω στο 1950: αυτή περιέλαβε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Ι. Γκενέραλις, από το χωριό Χλέμπινε, ο Γ. Μπράσιτς, από το χωριό Όπαριτς, κ.ά.
Το 1970 προσχώρησαν σε κονσεπτουαλιστικά κινήματα, όπως η φτωχή τέχνη, η μπόντι αρτ και η λαντ αρτ, η ομάδα ΟΗΟ της Λουμπλιάνα (Τόμαζ Σάλαμουν, Μάρκο Πόγκατσνικ, Μιλένκο Ματάνοβιτς), η ομάδα Ε-Κod της Νόβι Σαντ (Μίρκο Ραοντίιτσιτς, Βλαντιμίρ Κόπιτς και Πέντα Βρανέσεβιτς) καθώς και μερικοί μεμονωμένοι καλλιτέχνες όπως η Μαρίνα Αβράμοβιτς και ο Ζόραν Πόποβιτς.Η πλούσια προϊστορία της περιοχής. Τα σπουδαιότερα κέντρα του δουναβικού νεολιθικού πολιτισμού είναι η Μπούτμιρ στη Βοσνία με κεραμική ελικόμορφων διακοσμήσεων και ειδώλια, η Βίντσα με διάφορες φάσεις στη Σερβία και η Στάρτσεβο, που παρουσιάζει μία κεραμική με γεωμετρικές διακοσμήσεις. Με την πρώτη εποχή του σιδήρου αναπτύχθηκε στη Βοσνία, ιδιαίτερα στο υψίπεδο του Γκλάσινατς, ένας ισχυρός πολιτισμός που επεκτάθηκε μέχρι την Αδριατική. Οι εθνικές αναλογίες ανάμεσα στους αρχαίους πληθυσμούς της νότιας Ιταλίας και κατά ένα μέρος της κεντρικής, και σε εκείνους της απέναντι ακτής, εξηγούνται από τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους λαούς. Οι Ιλλυριοί, που ήρθαν από το βορρά, εγκαταστάθηκαν μετά το 1000 π.Χ. στο θρακικό έδαφος, αναπτύσσοντας την κοινωνία τους υπό μορφή φυλών και ύστερα τα κράτη τους με μία ανεπτυγμένη βιομηχανία ορειχάλκου και σιδήρου.
Στη δυτική μακεδονική ζώνη οι νεκροπόλεις της Τρεμπενίστε και της Ραντοβίστε (κοντά στη λίμνη Οχρίδα), του τέλους του 5ου αι. π.Χ., αποκάλυψαν έναν τεράστιο ορειχάλκινο κρατήρα διακοσμημένο με μορφές ιππέων, σχεδόν στρογγυλό, ορειχάλκινα κράνη με χρυσή διακόσμηση, αρχαϊκά ελληνικά κεραμικά, χρυσά προσωπεία (στο μουσείο του Βελιγραδίου), στα οποία υπάρχει ακόμα υστερομυκηναϊκή επίδραση, αν και ο εξοπλισμός είναι εμπνευσμένος ιδιαίτερα από την κορινθιακή τέχνη (όπως τα κράνη του Γκλάσινατς), ενώ οι καρφίτσες και τα βραχιόλια αποτελούν δείγμα ιλλυρικής κατασκευής και ιθαγενούς καλαισθησίας.
Αντίθετα, στα δυτικά είναι ο ετρουσκικός και ο ενετικός πολιτισμός που ασκούν την επίδρασή τους, προπάντων στην τέχνη της υδρίας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η υδρία της Βάτσε (Εθνικό Μουσείο Λουμπλιάνα). Η ελληνική τέχνη διείσδυσε στον ιλλυρικό κόσμο και έφτασε πέρα από την Τρεμπενίστε. Ένα μπρούντζινο γυμνό –ίσως η λαβή ενός καθρέφτη– που βρέθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη ελληνικής τέχνης στα Βαλκάνια. Κράνη και κεραμικές με την πιο αρχέγονη διακόσμηση καθώς και ένα μπρούντζινο σπαθί από την Μπένκοβατς αποδεικνύουν ότι οι Ιλλυριοί διατηρούσαν το συντηρητικό αυτό γούστο ακόμα και μερικούς αιώνες αργότερα. Άμεσες αναμνήσεις αρχαϊκών μοτίβων της Τρεμπενίστε βρίσκονται σε μερικές μορφές χρυσοχοΐας του μικρού θησαυρού της Μπέλα Ρέκα (3ος αι. π.Χ.). Η χρυσοχοΐα βρήκε έναν δρόμο εξάπλωσης μέχρι τον Δούναβη (χρυσό περιδέραιο με φοινικόφυλλα του 5ου αι. π.Χ.).
Η τέχνη στην Σερβία. Η πιο σημαντική περίοδος της σερβικής τέχνης είναι η μεσαιωνική, που συμπίπτει με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του κράτους. Η σερβική μεσαιωνική τέχνη είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική, δεν είναι μία τέχνη πόλεων, αλλά μοναστηριών. Στην αρχιτεκτονική διατηρείται η ρομανική βασιλική (Στόβοι) ταυτόχρονα με τη διάδοση της χρήσης υποστυλωμάτων με βαριά τόξα και κλειστό χώρο, σύμφωνα με τις βυζαντινές αρχές (Μπίτολα). Τον 9ο και 10ο αι. επικρατεί το κεντρικό σχέδιο που φανερώνει βυζαντινές επιδράσεις, αν και με αυτόνομες διαφοροποιήσεις στις επιμέρους περιοχές. Στη Ράσκα επικρατεί ο απλός τύπος του ναού με έναν νάρθηκα και τρούλο, σε διάφορες παραλλαγές (ναοί της Πολίμλιε, της Κουρσούμλιγια και της Νεμάνια στη Στουντένιτσα). Τα οικοδομήματα αυτά, αν και διατηρούν τη διάταξη του εσωτερικού χώρου σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα, στο εξωτερικό μιμούνται τα παραδείγματα της ρομανικής τέχνης που είχε εισδύσει μέσω της Δαλματίας, όχι μόνο στη διακόσμηση αλλά και στις κινήσεις των όγκων και τις διαστάσεις (ναός της Ζίτσα, 1207-19 και περίπλοκες μορφές στη Στουντένιτσα και στο Σοποτσάνι, 1272-76). Πρωτοτυπία αποτελεί ο ναός Βίσοκι Ντετσάνι (1327-35) της Σερβίας, με μορφή τριών βασιλικών ενωμένων που σταδιακά υψώνονται μέχρι το ακραίο τμήμα του τρούλου. Στην αρχιτεκτονική της νότιας Σερβίας, που είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τον βυζαντινό κόσμο, επικρατεί με μερικές παραλλαγές το σταυρωτό σχήμα: τυπικοί είναι οι ναοί της Στάρο Ναγκοριτσίνο (1313-21) και της Γκρατσάνιτσα (πριν από το 1321), στους οποίους όμως παρατηρείται η τάση επιμήκυνσης του σταυρού του σχεδίου, για να επιτευχθεί η εντύπωση του μήκους.
Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τους ναούς που βρίσκονται βορειότερα στην κοιλάδα του Μοράβα, όπου μεταφέρθηκε το σερβικό κράτος κατά τα τελευταία χρόνια της ανεξαρτησίας. Στον Μοράβα συμβάλλουν οι δύο παραδόσεις της Ράσκα (ναός με ένα νάρθηκα) και της Σερβίας (επιμήκης σταυρός) όπου δεν απουσιάζουν ελληνικά και βουλγαρικά στοιχεία. Αλλά η καθαρή ζωηρότητα των επιφανειών είναι ρομανικής και γοτθικής έμπνευσης (μονή της Μανασίγια, 1406-18).
Η σερβική ζωγραφική παρέμεινε απομονωμένη μεταξύ του 1320 (μετά τον θάνατο του Μίλουτιν) και του 1380 εξαιτίας της διακοπής των σχέσεων ανάμεσα στη Σερβία και στην Κωνσταντινούπολη (με τη συμφιλίωση του 1375 δημιουργούνται ξανά καλλιτεχνικές σχέσεις, ιδιαίτερα με το Άγιον Όρος). Το κενό συμπληρώθηκε από τους μάστορες της Μακεδονίας και της Αδριατικής. Αριστούργημά τους υπήρξε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στην Τρέσκα (1389).
Προχωρώντας προς τα βόρεια της κοιλάδας του Μοράβα, η σερβική τέχνη εμφανίζεται μεταφυτευμένη σε ένα ξένο γι’ αυτήν περιβάλλον. Πέρασε έτσι από το στιλ της Γρκατσανίτσα στο στιλ της Ροβανίτσα. Ενώ η Σερβία αγωνιζόταν εναντίον των Τούρκων, οι ναοί διακοσμούνταν πλούσια: Λιουμποστίνια, Κάλενιτς, Ρουντένιτσα. Η Ρεσάβα (ή Μονασίγια) είναι η τελευταία μεγάλη εκκλησία με μεσαιωνική σερβική αρχιτεκτονική (1406-18).
Η δυτική επίδραση στη σύγχρονη τέχνη. Γύρω στα μέσα του 19ου, αλλά κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι., εμφανίστηκαν καινούργιες τάσεις σε εθνικό επίπεδο. Η καλλιτεχνική ζωή βασίστηκε στα τρία πατροπαράδοτα κέντρα της πρώην Γ., του Βελιγραδίου, του Ζάγκρεμπ και της Λουμπλιάνα όπου, προπάντων στον τομέα της ζωγραφικής, βρήκαν μεγάλη απήχηση τα δυτικά καλλιτεχνικά κινήματα. Στη γλυπτική κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Δαλματού Ιβάν Μέστροβιτς, ο οποίος επηρέασε τη σχολή του Ζάγκρεμπ και ολόκληρη τη Γ. στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Στις διάφορες τάσεις της σύγχρονης τέχνης (εξπρεσιονιστική, σουρεαλιστική και αφηρημένη), η Γ. διαδραμάτισε ενεργό ρόλο με μία πρωτοτυπία και ζωτικότητα που μονάχα η Πολωνία παρουσίασε ανάμεσα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Καλλιτέχνες όπως ο Πέταρ Λουμπάρντα και ο Ντουσάν Τζαμόνια έλκονταν από τη μελέτη των εικαστικών προβλημάτων της καθαρής μορφής. Εξαιρετικά πλαστική ευαισθησία πλημμυρίζει τα έργα του Μπάκιτς Βογίν. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς σε διεθνές επίπεδο υπήρξαν ο χαράκτης Ρίκο Ντέμπενιακ και ο Ότον Γκλίχα, ο οποίος υποστήριξε τις σύγχρονες έρευνες αντίληψης της ύλης σε σχέση με τον χώρο. Τα ρεύματα που προοιώνιζαν την επιστροφή σε μία νέα εικαστική αντίληψη ακολούθησαν ο Μάριι Πρέγκελι, ο Βελίτσκοβιτς, ο Γκάμπριγελ Στούπιτσα και ο Χεγκέντουσιτς. Συνδεδεμένος με εμπειρίες ανάμεσα σε ποπ και οπ αρτ ήταν ο Ραντομίρ Ντάμνιαν Νταμνιάνοβιτς, ενώ ο γλύπτης Σλάβκο Τίχετς επεξεργαζόταν τα υλικά του σε δυναμικό-διαστημικό μέτρο. Στο Ζάγκρεμπ ήταν εδραιωμένο το κίνημα που έμεινε γνωστό ως Νόβα Τεντέντσιγια (Νέα Τάση) με μερικούς από τους πιο νέους δημιουργούς που ασχολήθηκαν με τις έρευνες για τα προβλήματα της οπτικής αντίληψης: Μ. Μπασίτσεβιτς, Μ. Κάνκοβιτς, Ι. Τσίζμεκ, Γ. Ντόμπροβιτς, Φ. Όρεμπιτς, Ι. Πίτσελι, Β. Ρίχτερ, Ρ. Σούπεκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γιουγκοσλαβική σχολή τέχνης ναΐφ που εδραιώθηκε γύρω στο 1950: αυτή περιέλαβε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Ι. Γκενέραλις, από το χωριό Χλέμπινε, ο Γ. Μπράσιτς, από το χωριό Όπαριτς, κ.ά.
Το 1970 προσχώρησαν σε κονσεπτουαλιστικά κινήματα, όπως η φτωχή τέχνη, η μπόντι αρτ και η λαντ αρτ, η ομάδα ΟΗΟ της Λουμπλιάνα (Τόμαζ Σάλαμουν, Μάρκο Πόγκατσνικ, Μιλένκο Ματάνοβιτς), η ομάδα Ε-Κod της Νόβι Σαντ (Μίρκο Ραοντίιτσιτς, Βλαντιμίρ Κόπιτς και Πέντα Βρανέσεβιτς) καθώς και μερικοί μεμονωμένοι καλλιτέχνες όπως η Μαρίνα Αβράμοβιτς και ο Ζόραν Πόποβιτς.Η πλούσια προϊστορία της περιοχής. Τα σπουδαιότερα κέντρα του δουναβικού νεολιθικού πολιτισμού είναι η Μπούτμιρ στη Βοσνία με κεραμική ελικόμορφων διακοσμήσεων και ειδώλια, η Βίντσα με διάφορες φάσεις στη Σερβία και η Στάρτσεβο, που παρουσιάζει μία κεραμική με γεωμετρικές διακοσμήσεις. Με την πρώτη εποχή του σιδήρου αναπτύχθηκε στη Βοσνία, ιδιαίτερα στο υψίπεδο του Γκλάσινατς, ένας ισχυρός πολιτισμός που επεκτάθηκε μέχρι την Αδριατική. Οι εθνικές αναλογίες ανάμεσα στους αρχαίους πληθυσμούς της νότιας Ιταλίας και κατά ένα μέρος της κεντρικής, και σε εκείνους της απέναντι ακτής, εξηγούνται από τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους λαούς. Οι Ιλλυριοί, που ήρθαν από το βορρά, εγκαταστάθηκαν μετά το 1000 π.Χ. στο θρακικό έδαφος, αναπτύσσοντας την κοινωνία τους υπό μορφή φυλών και ύστερα τα κράτη τους με μία ανεπτυγμένη βιομηχανία ορειχάλκου και σιδήρου.
Στη δυτική μακεδονική ζώνη οι νεκροπόλεις της Τρεμπενίστε και της Ραντοβίστε (κοντά στη λίμνη Οχρίδα), του τέλους του 5ου αι. π.Χ., αποκάλυψαν έναν τεράστιο ορειχάλκινο κρατήρα διακοσμημένο με μορφές ιππέων, σχεδόν στρογγυλό, ορειχάλκινα κράνη με χρυσή διακόσμηση, αρχαϊκά ελληνικά κεραμικά, χρυσά προσωπεία (στο μουσείο του Βελιγραδίου), στα οποία υπάρχει ακόμα υστερομυκηναϊκή επίδραση, αν και ο εξοπλισμός είναι εμπνευσμένος ιδιαίτερα από την κορινθιακή τέχνη (όπως τα κράνη του Γκλάσινατς), ενώ οι καρφίτσες και τα βραχιόλια αποτελούν δείγμα ιλλυρικής κατασκευής και ιθαγενούς καλαισθησίας.
Αντίθετα, στα δυτικά είναι ο ετρουσκικός και ο ενετικός πολιτισμός που ασκούν την επίδρασή τους, προπάντων στην τέχνη της υδρίας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η υδρία της Βάτσε (Εθνικό Μουσείο Λουμπλιάνα). Η ελληνική τέχνη διείσδυσε στον ιλλυρικό κόσμο και έφτασε πέρα από την Τρεμπενίστε. Ένα μπρούντζινο γυμνό –ίσως η λαβή ενός καθρέφτη– που βρέθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, είναι η πιο σημαντική ανακάλυψη ελληνικής τέχνης στα Βαλκάνια. Κράνη και κεραμικές με την πιο αρχέγονη διακόσμηση καθώς και ένα μπρούντζινο σπαθί από την Μπένκοβατς αποδεικνύουν ότι οι Ιλλυριοί διατηρούσαν το συντηρητικό αυτό γούστο ακόμα και μερικούς αιώνες αργότερα. Άμεσες αναμνήσεις αρχαϊκών μοτίβων της Τρεμπενίστε βρίσκονται σε μερικές μορφές χρυσοχοΐας του μικρού θησαυρού της Μπέλα Ρέκα (3ος αι. π.Χ.). Η χρυσοχοΐα βρήκε έναν δρόμο εξάπλωσης μέχρι τον Δούναβη (χρυσό περιδέραιο με φοινικόφυλλα του 5ου αι. π.Χ.).
Η τέχνη στην Σερβία. Η πιο σημαντική περίοδος της σερβικής τέχνης είναι η μεσαιωνική, που συμπίπτει με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του κράτους. Η σερβική μεσαιωνική τέχνη είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική, δεν είναι μία τέχνη πόλεων, αλλά μοναστηριών. Στην αρχιτεκτονική διατηρείται η ρομανική βασιλική (Στόβοι) ταυτόχρονα με τη διάδοση της χρήσης υποστυλωμάτων με βαριά τόξα και κλειστό χώρο, σύμφωνα με τις βυζαντινές αρχές (Μπίτολα). Τον 9ο και 10ο αι. επικρατεί το κεντρικό σχέδιο που φανερώνει βυζαντινές επιδράσεις, αν και με αυτόνομες διαφοροποιήσεις στις επιμέρους περιοχές. Στη Ράσκα επικρατεί ο απλός τύπος του ναού με έναν νάρθηκα και τρούλο, σε διάφορες παραλλαγές (ναοί της Πολίμλιε, της Κουρσούμλιγια και της Νεμάνια στη Στουντένιτσα). Τα οικοδομήματα αυτά, αν και διατηρούν τη διάταξη του εσωτερικού χώρου σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα, στο εξωτερικό μιμούνται τα παραδείγματα της ρομανικής τέχνης που είχε εισδύσει μέσω της Δαλματίας, όχι μόνο στη διακόσμηση αλλά και στις κινήσεις των όγκων και τις διαστάσεις (ναός της Ζίτσα, 1207-19 και περίπλοκες μορφές στη Στουντένιτσα και στο Σοποτσάνι, 1272-76). Πρωτοτυπία αποτελεί ο ναός Βίσοκι Ντετσάνι (1327-35) της Σερβίας, με μορφή τριών βασιλικών ενωμένων που σταδιακά υψώνονται μέχρι το ακραίο τμήμα του τρούλου. Στην αρχιτεκτονική της νότιας Σερβίας, που είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τον βυζαντινό κόσμο, επικρατεί με μερικές παραλλαγές το σταυρωτό σχήμα: τυπικοί είναι οι ναοί της Στάρο Ναγκοριτσίνο (1313-21) και της Γκρατσάνιτσα (πριν από το 1321), στους οποίους όμως παρατηρείται η τάση επιμήκυνσης του σταυρού του σχεδίου, για να επιτευχθεί η εντύπωση του μήκους.
Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τους ναούς που βρίσκονται βορειότερα στην κοιλάδα του Μοράβα, όπου μεταφέρθηκε το σερβικό κράτος κατά τα τελευταία χρόνια της ανεξαρτησίας. Στον Μοράβα συμβάλλουν οι δύο παραδόσεις της Ράσκα (ναός με ένα νάρθηκα) και της Σερβίας (επιμήκης σταυρός) όπου δεν απουσιάζουν ελληνικά και βουλγαρικά στοιχεία. Αλλά η καθαρή ζωηρότητα των επιφανειών είναι ρομανικής και γοτθικής έμπνευσης (μονή της Μανασίγια, 1406-18).
Η σερβική ζωγραφική παρέμεινε απομονωμένη μεταξύ του 1320 (μετά τον θάνατο του Μίλουτιν) και του 1380 εξαιτίας της διακοπής των σχέσεων ανάμεσα στη Σερβία και στην Κωνσταντινούπολη (με τη συμφιλίωση του 1375 δημιουργούνται ξανά καλλιτεχνικές σχέσεις, ιδιαίτερα με το Άγιον Όρος). Το κενό συμπληρώθηκε από τους μάστορες της Μακεδονίας και της Αδριατικής. Αριστούργημά τους υπήρξε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στην Τρέσκα (1389).
Προχωρώντας προς τα βόρεια της κοιλάδας του Μοράβα, η σερβική τέχνη εμφανίζεται μεταφυτευμένη σε ένα ξένο γι’ αυτήν περιβάλλον. Πέρασε έτσι από το στιλ της Γρκατσανίτσα στο στιλ της Ροβανίτσα. Ενώ η Σερβία αγωνιζόταν εναντίον των Τούρκων, οι ναοί διακοσμούνταν πλούσια: Λιουμποστίνια, Κάλενιτς, Ρουντένιτσα. Η Ρεσάβα (ή Μονασίγια) είναι η τελευταία μεγάλη εκκλησία με μεσαιωνική σερβική αρχιτεκτονική (1406-18).
Η δυτική επίδραση στη σύγχρονη τέχνη. Γύρω στα μέσα του 19ου, αλλά κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι., εμφανίστηκαν καινούργιες τάσεις σε εθνικό επίπεδο. Η καλλιτεχνική ζωή βασίστηκε στα τρία πατροπαράδοτα κέντρα της πρώην Γ., του Βελιγραδίου, του Ζάγκρεμπ και της Λουμπλιάνα όπου, προπάντων στον τομέα της ζωγραφικής, βρήκαν μεγάλη απήχηση τα δυτικά καλλιτεχνικά κινήματα. Στη γλυπτική κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Δαλματού Ιβάν Μέστροβιτς, ο οποίος επηρέασε τη σχολή του Ζάγκρεμπ και ολόκληρη τη Γ. στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Στις διάφορες τάσεις της σύγχρονης τέχνης (εξπρεσιονιστική, σουρεαλιστική και αφηρημένη), η Γ. διαδραμάτισε ενεργό ρόλο με μία πρωτοτυπία και ζωτικότητα που μονάχα η Πολωνία παρουσίασε ανάμεσα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Καλλιτέχνες όπως ο Πέταρ Λουμπάρντα και ο Ντουσάν Τζαμόνια έλκονταν από τη μελέτη των εικαστικών προβλημάτων της καθαρής μορφής. Εξαιρετικά πλαστική ευαισθησία πλημμυρίζει τα έργα του Μπάκιτς Βογίν. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς σε διεθνές επίπεδο υπήρξαν ο χαράκτης Ρίκο Ντέμπενιακ και ο Ότον Γκλίχα, ο οποίος υποστήριξε τις σύγχρονες έρευνες αντίληψης της ύλης σε σχέση με τον χώρο. Τα ρεύματα που προοιώνιζαν την επιστροφή σε μία νέα εικαστική αντίληψη ακολούθησαν ο Μάριι Πρέγκελι, ο Βελίτσκοβιτς, ο Γκάμπριγελ Στούπιτσα και ο Χεγκέντουσιτς. Συνδεδεμένος με εμπειρίες ανάμεσα σε ποπ και οπ αρτ ήταν ο Ραντομίρ Ντάμνιαν Νταμνιάνοβιτς, ενώ ο γλύπτης Σλάβκο Τίχετς επεξεργαζόταν τα υλικά του σε δυναμικό-διαστημικό μέτρο. Στο Ζάγκρεμπ ήταν εδραιωμένο το κίνημα που έμεινε γνωστό ως Νόβα Τεντέντσιγια (Νέα Τάση) με μερικούς από τους πιο νέους δημιουργούς που ασχολήθηκαν με τις έρευνες για τα προβλήματα της οπτικής αντίληψης: Μ. Μπασίτσεβιτς, Μ. Κάνκοβιτς, Ι. Τσίζμεκ, Γ. Ντόμπροβιτς, Φ. Όρεμπιτς, Ι. Πίτσελι, Β. Ρίχτερ, Ρ. Σούπεκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γιουγκοσλαβική σχολή τέχνης ναΐφ που εδραιώθηκε γύρω στο 1950: αυτή περιέλαβε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Ι. Γκενέραλις, από το χωριό Χλέμπινε, ο Γ. Μπράσιτς, από το χωριό Όπαριτς, κ.ά.
Το 1970 προσχώρησαν σε κονσεπτουαλιστικά κινήματα, όπως η φτωχή τέχνη, η μπόντι αρτ και η λαντ αρτ, η ομάδα ΟΗΟ της Λουμπλιάνα (Τόμαζ Σάλαμουν, Μάρκο Πόγκατσνικ, Μιλένκο Ματάνοβιτς), η ομάδα Ε-Κod της Νόβι Σαντ (Μίρκο Ραοντίιτσιτς, Βλαντιμίρ Κόπιτς και Πέντα Βρανέσεβιτς) καθώς και μερικοί μεμονωμένοι καλλιτέχνες όπως η Μαρίνα Αβράμοβιτς και ο Ζόραν Πόποβιτς.Η πνευματική ενότητα που δημιουργήθηκε από τον χριστιανισμό (9ος και 10ος αι.) καθόρισε για τους σλαβικούς λαούς μία ουσιαστική πνευματική ομοιογένεια, που συναντά κανείς κυρίως στις πρώτες θεατρικές εκδηλώσεις (ιερές παραστάσεις κλπ.) της Σερβίας, της Κροατίας και της Σλοβενίας. Μόνο από τον 18ο αι. η θεατρική ιστορία των χωρών αυτών αρχίζει να διαφοροποιείται, αν και διατηρεί πάντα μία σχετική συγγένεια.
Το σερβικό θέατρο μπαίνει αρκετά αργά στην πνευματική διαμάχη του Διαφωτισμού. Ο Εμανουίλο Γιάνκοβιτς (1758-1792), μεταφράζοντας από τα γερμανικά τους Εμπόρους του Γκολντόνι (1787), αρχίζει τη σειρά των κωμικών παραστάσεων. Στον Σίμα Σαραΐλιγια Μιλουτίνοβιτς (1791-1847) οφείλονται οι πρώτες προσπάθειες μιας καινούργιας σερβικής δραματουργίας, και στη βασική συμβολή του Γιόακιμ Βούγιτς (1772-1847) η ισχυροποίηση μιας γνήσιας σκηνικής κουλτούρας. Οι ρομαντικοί θεωρούσαν το θέατρο πολιτικό όργανο για την εθνική αναγέννηση και, οδηγούμενοι από τον Λάζα Κόστιτς (1841-1910), αφιέρωσαν στο δραματικό είδος πολυάριθμα έργα στα οποία υπήρχε σταθερά το πολιτικό και πατριωτικό στοιχείο. Το 1861 ιδρύεται το Θέατρο των Σέρβων στη Νόβι Σαντ και το 1868 το Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου. Ο ρεαλισμός και ο μοντερνισμός αφήνουν ελάχιστα ίχνη στη θεατρική ιστορία της χώρας, και μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τις διάφορες μορφές κρατικής επιδότησης και την έναρξη του φεστιβάλ της Νόβι Σαντ, η θεατρική παραγωγή αρχίζει ξανά να αναπτύσσεται στη βάση της ρεαλιστικής λογοτεχνικής παράδοσης. Ανάμεσα στους σύγχρονους συγγραφείς αναφέρουμε το Μίλαν Ντιόκοβιτς, που συνεργάστηκε με τον θεατρικό παραγωγό και ηθοποιό Ράσα Πλάοβιτς.Το 1925, οι κινηματογραφικές αίθουσες στην πρώην Γ. ήταν μόνο δεκαεπτά, καθώς δεν υπήρχε εθνική παραγωγή και η χώρα ήταν πολύ φτωχή για να φέρνει ταινίες από το εξωτερικό. Υπό την πίεση μορφωμένων κύκλων γυρίστηκαν μερικά ντοκιμαντέρ, κυρίως εθνικής προπαγάνδας. Στη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο, με την κατασκευή μερικών κινηματογραφικών οίκων, άρχισε η συστηματική παραγωγή ταινιών, πρώτα με θέματα από την Αντίσταση και ύστερα με δραματικά και φολκλορικά έργα. Από τις πρώτες ταινίες σημαντικότερες είναι οι Αποφασιστικές στιγμές (1955) και Το ύποπτο πρόσωπο (1953) του Φράντισεκ Τσαπ καθώς και Το μαγικό σπαθί (1950) του Βόγισλαβ Νάνοβιτς, εμπνευσμένο από λαϊκά παραμύθια· ανάμεσα στις δεύτερες αναφέρουμε τις ταινίες των Πρέντραγκ Ντινούλοβιτς και Σόγια Γιοβάνοβιτς. Το έργο Οι μεγάλοι και μικροί (1956) του Βλαντιμίρ Πόγκατσιτς είναι πλημμυρισμένο από λεπτή ενδοσκόπηση και δραματικό δυναμισμό. Με τον ερχομό της δεκαετίας του 1960, ο γιουγκοσλαβικός κινηματογράφος βρίσκει ανοιχτές τις πόρτες της διεθνούς αγοράς καθώς και καλές κριτικές. Η διεθνής αυτή αναγνώριση οφείλεται στον Αλεξάντρ Πέτροβιτς και στις ταινίες Δύο (1962) και Ημέρες (1963), τις οποίες ακολούθησαν οι ταινίες: Γνώρισα και ευτυχισμένους τσιγγάνους (1967), ταινία διαποτισμένη από παράλογη ποίηση και ερμηνευμένη από τον Μπέκιμ Φέχμιου, Βρέχει στο χωριό μου (1969) και Ο δάσκαλος και η Μαργαρίτα (1972), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ. Ο άλλος σημαντικός Γιουγκοσλάβος σκηνοθέτης της περιόδου αυτής είναι ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ, που έκανε το ντεμπούτο του με την εκπληκτική ταινία Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί (1965), για να συνεχίσει με το θαυμάσιο Έγκλημα ζηλοτυπίας (1967), γύρω από την προσωπική ελευθερία και την καταπίεση σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, μέσα από τον τραγικό έρωτα ενός εξολοθρευτή ποντικών για μία τηλεφωνήτρια. Το ίδιο καυστικό, απελευθερωτικό, συχνά σουρεαλιστικό χιούμορ, συναντάμε και στις επόμενες ταινίες του Μακαβέγιεφ, όπου δίπλα στα διάφορα κοινωνικά θέματα ο σκηνοθέτης θέτει και αυτό της σεξουαλικότητας: Απροστάτευτη αθωότητα (1968), Τα μυστήρια του οργανισμού (1971). Ύστερα από τα προβλήματα που του δημιούργησε στη χώρα του η τελευταία, ο σκηνοθέτης κατέφυγε σε καναδο-γαλλο-γερμανική συμμετοχή για να γυρίσει την ταινία του Σουίτ μούβι (1974), σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Οι δυσκολίες χρηματοδότησης τον οδήγησαν στο εξωτερικό, όπου γύρισε τις επόμενες ταινίες του: στη Σουηδία το Μοντενέγκρο (1982), στην Αυστραλία το Κόκα Κόλα Κιντ (Coca-Cola Κid, 1985), στις ΗΠΑ το Μανιφέστο (1987) και στη Γερμανία το Ο γορίλας κάνει μπάνιο το μεσημέρι (1993).
Άλλοι ενδιαφέροντες σκηνοθέτες που εμφανίστηκαν την ίδια εποχή με τον Μακαβέγιεφ και καταπιάστηκαν με διάφορα επίκαιρα κοινωνικά και άλλα θέματα, ήταν ο Πουρίσα Ντζόρτζεβιτς, με την τριλογία του για τον πόλεμο και την αντίσταση (Το κορίτσι, 1965, Το όνειρο, 1966 και Το πρωί, 1967), ο Ματίας Κλόπτσικ, με ταινίες όπως Μια ιστορία που δεν υπάρχει (1966), Πάνω σε χάρτινα φτερά (1967), Η γιορτή των νεκρών (1969), Οξυγόνο (Ο, 1971), Ο φόβος (1974), ο Ζβονιμίρ Μπέρκοβιτς, με το Ρόντο (1966), ο Κρίστο Πάπιτς με τις Χειροπέδες (1971) και Η αναπαράσταση του Άμλετ στο χωριό (1973) κ.ά. Παράλληλα αναπτύχθηκε το ντοκιμαντέρ στη σχολή του Βελιγραδίου, ενώ οι ταινίες κινουμένων σχεδίων έγιναν διεθνώς γνωστές χάρη στη σχολή του Ζάγκρεμπ, με ονόματα όπως εκείνα των Ντούσαν Βούκοτιτς (ιδρυτής της σχολής), που κέρδισε και Όσκαρ για την ταινία του Ερζάτζ (1961), Νεντέλικο Ντράγκιτς, Βλαντιμίρ Γιουτρίσα, Βλαντιμίρ Κριστλ και Βατροσλάβ Μίμικα.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η κοινωνική κριτική έγινε πιο τολμηρή σε ταινίες όλων των ειδών, ιδιαίτερα σε εκείνες που τις γύριζαν οι σκηνοθέτες που σπούδασαν στην περίφημη σχολή της Πράγας, FΑΜU: Γκόραν Μάρκοβιτς, Γκόραν Πασκάλιεβιτς, Ράικο Γκρλιτς, Εμίρ Κουστουρίτσα. Τα θέματά τους ήταν κυρίως ελαφρές κωμωδίες, επηρεασμένες από τις ταινίες των Τσέχων σκηνοθετών της Άνοιξης της Πράγας, που καταπιάνονταν με θέματα της καθημερινής ζωής: Ο φύλακας της χειμερινής πλαζ (1976) του Πασκάλιβιτς, Ειδική διαπαιδαγώγηση (1977) του Μάρκοβιτς, Τα δόντια της ζωής (1983) του Γκρλιτς, Θυμήσου την Ντόλι Μπελ του Κουστουρίστα. Ο τελευταίος έμελλε να γνωρίσει τη διεθνή καταξίωση κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας με την ταινία αυτή, αλλά και τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών με το περίφημο Αντεργκράουντ (1995). Όμως, συγχρόνως, η στάση υποστήριξής του προς τις αποφάσεις της χώρας του τον οδήγησε, αμέσως μετά, σε διεθνή απομόνωση. Από τους υπόλοιπους νέους σκηνοθέτες που εργάζονταν είτε στο Βελιγράδι είτε στις υπόλοιπες δημοκρατίες της πρώην Γ. αναφέρουμε τους: Μίλος Ραντιβόβεβιτς, Ματίας Κλόπιτς, Μπόγκνταν-Ζίζιτς, Μπράνκο Μπάλετιτς, Μπόρο Ντράσκοβιτς, Κάρπο Γκοντίνα και Στόλε Ποπόφ.Η γιουγκοσλαβική λαϊκή μουσική, ενδιαφέρουσα και από ορισμένες απόψεις μοναδική, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής. Τα πιο διαδεδομένα όργανα στην ύπαιθρο είναι η φλογέρα, η τρομπέτα και διάφοροι τύποι φλάουτου. Οι αρχές του λαϊκού χορού ορίζονται από την περίοδο μεταξύ του 11ου και του 14ου αι. Ο Κolo, εθνικός χορός, χορεύεται κυκλικά και χαρακτηρίζεται από μία ευρυθμία υποχρεωτικών και καθορισμένων κινήσεων. Ο χορός αυτός αποτελεί ένα ιδιόρρυθμο στοιχείο, κοινό στους λαούς που το γιουγκοσλαβικό κράτος είχε συνενώσει μέσα στα ίδια σύνορα μέχρι το 1990.
Μεγάλο μέρος των λαϊκών τραγουδιών είναι αφιερωμένο στο φλερτ και στις εκδηλώσεις αγάπης και ξεκινούν από τη λυρική, τη φλογερή ή τη μελαγχολική διαχυτικότητα για να καταλήξουν σε δηκτικό διάλογο.Η ανθρώπινη και πολιτιστική σύνθεση της Γ. είναι εξαιρετικά ετερογενής. Οι άνθρωποι, τα έθιμα, η θρησκεία, η γλώσσα και το αλφάβητο, διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Οι αυτόνομες περιοχές της Βοϊβοντίνα και του Κοσσυφοπεδίου (όπου ζουν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Αλβανοί) αποτελούνται από εθνικές μειονότητες.
Η χειραφέτηση της γυναίκας, πολιτική και οικονομική, επιτάχυνε την εξελικτική διαδικασία της γιουγκοσλαβικής οικογένειας. Η χειραφέτηση αυτή σήμανε το τέλος ενός θεσμού τυπικού των Σλάβων: της ζάντρουγκα, της μεγάλης οικογένειας, τα μέλη της οποίας, που συνήθως έπαιρναν το όνομα από τον μακρινό γενάρχη, κατοικούσαν σε ένα ορισμένο τμήμα του χωριού που έφερε το όνομα της οικογένειας. Στο παρελθόν μεγάλες οικογένειες από 50-80 άτομα δεν ήταν κάτι το σπάνιο. Τη διεύθυνση της ζάντρουγκα αναλάμβανε ο μεγαλύτερος γιος, όταν ο πατέρας συμπλήρωνε τα εξήντα του χρόνια. Κάθε αγαθό, κινητό και ακίνητο, αποτελούσε κοινή και αδιαίρετη ιδιοκτησία, που μεταβιβαζόταν κληρονομικά μόνο στα άρρενα μέλη οικογένειας.Στον σερβικό γάμο τρία πρόσωπα παίζουν σπουδαιότατο ρόλο: ο κουμ (ο κυριότερος μάρτυρας), ο σταύρι (που έχει το πρόσταγμα της τελετής) και η ντέβερ (η παράνυμφος του γαμπρού, που από την ημέρα του γάμου γίνεται προστάτης του).
Στις ετήσιες γιορτές συναντάμε την ανάμειξη ειδωλολατρικών και χριστιανικών στοιχείων. Σπουδαιότερη θεωρείται η γιορτή του αγίου προστάτη της οικογένειας, η οποία ονομάζεται σλάβα.
Το στόμιο του Κάταρο στις ακτές του Μαυροβουνίου. (φωτ. Γιουγκοσλαβικού Τουρισμού).
Άποψη των κεντρικών συνοικιών του Βελιγραδίου. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται ο Σάβος με τη μεγάλη οδική γέφυρα λίγο πριν από τη συμβολή του με τον Δούναβη. Οι ιστορικές περιπέτειες της πόλης είναι ακόμα εμφανείς στη διαφορά των αρχιτεκτονικών δομών.
Σέρβοι με παραδοσιακές τοπικές ενδυμασίες. Οι λαϊκές παραδόσεις είναι μάλλον ομοιόμορφες στη Γιουγκοσλαβία, χωρίς αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των εθνικών ομάδων (φωτ. Γιουγκοσλαβικού Τουρισμού).
Σκηνή από την ταινία του 1955 «Αποφασιστικές στιγμές» του Φράντισεκ Τσαπ, ένα από τα πιο ποιητικά και δυναμικά φιλμ για τη γιουγκοσλαβική αντίσταση.
Ρίκο Ντέμπενζακ: «Νυχτερινός ουρανός». Η σύγχρονη γιουγκοσλαβική τέχνη συμμετέχει στους πιο πρόσφατους ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς.
Τμήμα τοιχογραφίας από το ναό του Νέρεζι. H Παναγία και ο Ιωάννης θρηνούν πάνω από το σώμα του Χριστού· ο Νικοδημος γονατίζει τα πόδια του. Οι σκηνές από τα Πάθη του Χριστού στις τοιχογραφίες του ναού του Νέρεζι (που τον ίδρυσε το 1164 μέλος της οικογένειας των Κομνηνών) αποτελούν αποφασιστική βαθμίδα στην εξέλιξη της ζωγραφικής (φωτ. UNESCO).
Τμήμα από τη νωπογραφία της «Αναστάσεως» στην εκκλησία της Μιλέσεβα στη Σερβία (περ. το 1235).
Τμήμα από την τοιχογραφία «Η γέννηση της Παναγίας» στο παρεκκλήσιο της Παναγίας, στη Στουντένιτσα.
Χρυσό προσωπείο του 4ου αι. π.Χ που προέρχεται από τις νεκροπόλεις της Ραντοβίστε και της Τρεμπενίστε στη Μακεδονία.
Η θρησκευτική αίρεση, των Βογομίλων είχε την προέλευσή της στη Βουλγαρία (10ος), αλλά πέρασε στη Σερβία και στη Βοσνία. Η παρουσία της μαρτυρείται από τεράστιες νεκροπόλεις, στις οποίες τα διακοσμητικά μοτίβα των σαρκοφάγων έρχονται σε αντίθεση με το βυζαντινό και το λατινικό ύφος (φωτ. Igda).
Μία σελίδα του Ευαγγελισταρίου του Σέρβου πρωθιερέα Γιόβαν από το Κράτοβο που χρονολογείται από το 1580 (Μουσείο της Σερβο-ορθόδοξης Εκκλησίας, Βελιγράδι).
Ο Πέτροβιτς Νιέγκος, ηγεμόνας του Μαυροβουνίου, υποστήριξε τα γράμματα στη χώρα του και υπήρξε ο ίδιος αξιόλογος ποιητής. Πίνακας του Γιόσιπ.
Στα μυθιστορήματα του Γιουγκοσλάβου Ίβο Άντριτς, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1961, ο ρεαλισμός συνδυάζεται με την ψυχολογική και κοινωνική έρευνα.
Ο Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς, ο μεγάλος φιλόλογος, στον οποίο οφείλεται η συλλογή των επικών και λυρικών τραγουδιών των διαφορετικών γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων (Ινστιτούτο Σλαβικών Μελετών, Παρίσι).
Οι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, της Κροατίας, της Βοσνίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Μ. Βρετανίας και της Ρωσίας (Σλ. Μιλόσεβιτς, Φρ. Τζούζμαν, Α. Ιζετμπέγκοβιτς, Μπ. Κλίντον, Ζ. Σιράκ, Χ. Κολ, Τζον Μέιτζορ και Β. Τσερνομίρντιν) ανταλλάσσουν χειραψία, κατά την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας του Ντέιτον (Παρίσι, 15 Δεκεμβρίου 1995).
Σέρβοι πρόσφυγες αγρότες από την περιοχή της Κράινα προσπαθούν να φτάσουν στο Βελιγράδι, μετά τις επιθέσεις των Κροατών στρατιωτών (1995).
Ο Γιουγκοσλάβος πολιτικός ηγέτης και ιδρυτής του σοσιαλιστικού καθεστώτος της χώρας του, Γιόσιπ Μπροζ «Τίτο».
Μνημείο των πεσόντων στη Νις (Σερβία) κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, το τέλος του οποίου οδήγησε στη δημιουργία του γιουγκοσλαβικού κράτους (φωτ. Sonar).
Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι παρελαύνουν στο Βελιγράδι μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη γερμανική κατοχή το 1944 (φωτ. Sonar).
Ο Στέφανος Δουσάν σε τοιχογραφία του 14ου αι. στη μονή του Λέσνοβο. Με τον Δουσάν η Σερβία έφτασε στη μεγαλύτερη επέκτασή της. Σε αυτόν οφείλεται η έκδοση του πρώτου κώδικα νόμων των Σέρβων.
Ο Μίλος Ομπρένοβιτς, ιδρυτής της δυναστείας των Ομπρένοβιτς, που συνέχισε και τερμάτισε τον αγώνα εναντίον των Τούρκων και εξασφάλισε την αναγνώριση της σερβικής ανεξαρτησίας (Δημοτική συλλογή Μπερταρέλι, Μιλάνο).
Εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος κοντά στο Βαρές. Στη Γιουγκοσλαβία δεν λείπει ο ορυκτός πλούτος που συμβάλλει στην ικανοποίηση της ενεργειακής ζήτησης και στην τροφοδότηση μεταλλουργικών βιομηχανιών.
Χαρτονόμισμα των 5.000 δηναρίων Γιουγκοσλαβίας, που εκδόθηκε το 2002.
Εργοστάσιο μεταλλουργίας στο Μπορ (Σερβία). Ο πλούτος του υπεδάφους της χώρας επιτρέπει αξιόλογη ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας (φωτ. Igda).
Τρύγος σε αμπελώνα της Γιουγκοσλαβίας.
Σέρβοι πρόσφυγες αγρότες από την περιοχή της Κράινα προσπαθούν να φτάσουν στο Βελιγράδι, μετά τις επιθέσεις των Κροατών στρατιωτών (1995).
Αλώνισμα σιταριού στο Βισόκο της Γιουγκοσλαβίας. Στο βάθος διακρίνονται τα υψώματα της Σέλετσκα Πλάνινα, μιας από τις πολλές οροσειρές που διασχίζουν αυτή την περιοχή (φωτ. Γιουγκοσλαβικού Τουρισμού).
Συλλογή φύλλων καπνού στη Βοϊβοντίνα.
Φωτογραφία της φυσικής μεθορίου που δημιουργεί η λίμνη Σκούταρι ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία (δεξιά) και την Αλβανία (αριστερά) από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Μάρτιο του 1997. Η λίμνη, μεθόριος και μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου, περιβάλλεται από τις Δειναρικές Άλπεις (φωτ. ΝΑSA, earth.jsc.nasa.gov).
Η συμβολή του Δούναβη με τον Σάβο κοντά στο Βελιγράδι. Ο Δούναβης αποτελεί τον μεγάλο υδρογραφικό άξονα της Γιουγκοσλαβίας: συγκεντρώνει και μεταφέρει στον Εύξεινο Πόντο περίπου το 70% των νερών της χώρας. Οι ποταμοί που εκβάλλουν στις άλλες θάλασσες δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα (φωτ. Igda).
Τοπίο με παγωμένους καταρράκτες στη Γιουγκοσλαβία.
Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Προηγούμενη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκoσλαβίας Έκταση: 102.173 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)
Στη δεκαετία του 1990, οι Σέρβοι κλήθηκαν πολλές φορές να φορέσουν τη στρατιωτική ενδυμασία.
Dictionary of Greek. 2013.